Lookup cumulative lexical entry: شهوانيّ
- ἐπιθυμητικός
- ἐπιθυμητικός (adj.) Arist. Rhet.
- ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
- ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
- ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
- ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
- ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
- ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
- ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
- ἐπιθυμητικός (adj.) Galen An. virt.
- ἐπιθυμητικός (adj.) Ps.-Arist. Virt.
- ἐπιθυμητός
- ἐπιθυμητός (adj.) Arist. Metaph.