Lookup cumulative lexical entry: صرع
- ἔκζεμα
- ἔκζεμα (noun) Diosc. Mat. med.
- ἐπιλημπτικός
- ἐπιλημπτικός (noun) Diosc. Mat. med.
- καταλύω
- καταλύω (verb) Arist. Rhet.
- μάχομαι
- μάχομαι (verb) Artem. Onirocr.
- παλαιω
- πατάσσω
- πατάσσω (verb) Arist. Rhet.
- τείρω
- τείρω (verb) Galen An. virt.