Lookup cumulative lexical entry: صلابة
- ἀνδρεία
- ἀνδρεία (noun) Ps.-Arist. Virt.
- ἀνδρεία (noun) Ps.-Arist. Virt. al-ṣarāmatu wa-l-ṣalābatu
- ἀντιτυπία
- ἀντιτυπία (noun) Ps.-Plut. Placita
- βαρύτης
- βαρύτης (noun) Arist. Rhet.
- ἰσχυρός
- ἰσχυρός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- σκίρρωμα
- σκίρρωμα (noun) Diosc. Mat. med.
- σκληρία
- σκληρία (noun) Diosc. Mat. med.
- σκληρός
- σκληρός (adj.) Galen An. virt. ḏū ṣalābatin
- σκληρός (adj.) Galen An. virt. ḏū ṣalābatin
ἐνταῦθα <δὲ> σκληρούς τε καὶ ἰσχυροὺς καὶ διηρθρωμένους ... εὑρήσεις (sc. τοὺς ἀνθρώπους) Galen An. virt. 62.11 = fa-innahū yaǧibu an yakūna l-nāsu hunāka ḏawī ṣalābatin wa-quwwatin ḏāti baqāʾin aqwiyāʾa l-mafāṣili 31.10 - σκληρός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- σκληρότης
- σκληρότης (noun) Arist. Phys. σκληρότης μαλακότης = al-ṣalābatu wa-l-līnu
- σκληρότης (noun) Rufus Ict. ṣalābatu l-kabidi
- σκληροτης Them. In De an.
- στερεός
- στερεός (adj.) Galen An. virt. τὰ στερεά = al-ašyāʾu llatī hiya akṯaru ṣalābatin
- στερρότης
- στερρότης (noun) Alex. An. mant. [Vis.]
- στερρότης (noun) Arist. Gener. anim.
- συντονία
- συντονία (noun) Arist. Hist. anim. ṣalābatu wa-šiddatun
- τραχύς
- τραχύς (adj.) Artem. Onirocr. ṣalābatihā