Lookup cumulative lexical entry: صنم
- ἄγαλμα
- ἄγαλμα (noun) Arist. Eth. Nic. τὰ ἀγάλματα = al-aṣnāmu
οὕτω γὰρ φαίνεται καὶ τὰ φυσικὰ καὶ τὰ ὑπὸ τέχνης, οἷον ζῷα καὶ δένδρα καὶ γραφὴ καὶ ἀγάλματα Arist. Eth. Nic. X 5, 1175a24 = wa-ka-ḏālika taẓharu l-ašyāʾu l-ṭabīʿiyyatu wa-llatī taḥta l-mihnati ka-l-ḥayawāni wa-l-naṣbi l-tazwīqi wa-l-aṣnāmi 547.5
- ἀνδρεία
- ἀνδρεία (noun) Arist. Gener. anim. ἐκ χαλκοῦ ἀνδριὰς καὶ ἐκ ξύλου κλίνη = yakūnu ṣanamu l-nuḥāṣi min l-nuḥāsi wa ṣanamu l-ʿūdi min al-ʿūdi
- ἀνδρείκελος
- ἀνδριαντοποιϊκή
- ἀνδριαντοποιός
- ἀνδριάς
- βωμός
- δαιμόνιον
- εἰκών
- κλίνη
- κλίνη (noun) Arist. Gener. anim. ἐκ χαλκοῦ ἀνδριὰς καὶ ἐκ ξύλου κλίνη = yakūnu ṣanamu l-nuḥāṣi min l-nuḥāsi wa ṣanamu l-ʿūdi min al-ʿūdi
The database query could not be executed.