Lookup cumulative lexical entry: طاقة
- ασυμμετρος
- αυταρκης
- δύναμαι
- δύναμαι (verb) Galen An. virt.
- δύναμαι (verb) Galen An. virt.
- δύναμις
- δύναμις (noun) Arist. Eth. Nic. εἰς δύναμιν = ʿalā qadri l-ṭāqati
ὅπως εἰς δύναμιν ἡ περὶ τὰ ἀνθρώπεια φιλοσοφία τελειωθῇ Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b14 = wa-li-kay nutammima ʿalā qadri l-ṭāqati l-falsafata fī l-ašyāʾi l-insiyyati 581.12 - δύναμις (noun) Hippocr. Nat. hom.
- συμμετρος
- τετράπτυχος
- τετράπτυχος (adj.) Hippocr. Off. med. arbaʿu ṭāqātin
- τρίπτυχος
- τρίπτυχος (adj.) Hippocr. Off. med. ṯalāṯu ṭāqātin