Lookup cumulative lexical entry: علم

  1. ἀγνοέω
  2. ἄγνοια
  3. ἀκαταμαθητός
  4. ἀμαθία
  5. ανεπιστημοσυνη
  6. ἀνεπιστήμων
    • ἀνεπιστήμων (adj.) Arist. Eth. Nic. οἱ ἀνεπιστήμονες = alladīna lā yaʿlamūna
      ταῦτα δὲ τοῖς μὲν ἐμπείροις ὠφέλιμα εἶναι δοκεῖ, τοῖς δ' ἀνεπιστήμοσιν ἀχρεῖα Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b6 = ammā li-ḏawī l-taǧribati fa-nāfiʿatun wa-ammā lladīna lā yaʿlamūna fa-laysa yaḥtaǧūna ilayhā 581.6
  7. ἄπειρος
  8. ἀπογιγνώσκω
  9. ἀποδεικτικός
  10. ἀποδίδωμι
  11. ἄπορος
  12. ἀποφαίνω
  13. ἀρετή
  14. ἀριθμητικός
  15. ἀστρολογία
  16. ἀστρονομία
  17. βούλομαι
  18. γεωμετρία
  19. γεωμετρικός
  20. γεωργία
  21. γίγνομαι
  22. γιγνώσκω
  23. γνώμων
  24. γνωρίζω
  25. γνώριμος
  26. γνῶσις
  27. γραμματικός
  28. δῆλος
  29. δηλόω
  30. διαγινωσκω
  31. διάγνωσις
  32. διαλεκτικός
  33. διαπορέω
  34. διαρθρόω
  35. διδασκαλία
  36. διδασκαλικός
  37. διδάσκω
  38. διέξοδος
  39. διορθόω
  40. δοκέω
  41. δόξα
    • δόξα (noun) Arist. Phys.
      ἡ κοινή περὶ αὐτῶν δόξα Arist. Phys. IV 6, 213a21 = al-ʿulūmu l-mutaʿarafatu fīhā
  42. εἴδω
  43. ἐκεῖνος
  44. ἐκμανθάνω
  45. ἐννοέω
  46. ἔννοια
  47. ἐπίγνωσις
  48. ἐπικρίνω
  49. ἐπίσταμαι
  50. επιστήμη
  51. επιστημονικος
  52. ἐπιστητός
  53. εὑρεῖν
  54. εὑρίσκω
  55. ἐφίστημι
  56. ἔχω
  57. ζητέω
  58. ἡγέομαι
  59. θεραπεία
  60. θεωρέω
  61. θεώρημα
  62. θεωρητέον
  63. θεωρητικός
  64. θεωρία
  65. ἰατρικός
  66. ἰατρός
  67. ιππικος
  68. καθοράω
  69. καλώς
  70. καταλαμβάνω
  71. καταμανθανω
  72. κρίνω
  73. λαμβάνω
  74. λέγω
  75. λόγος
  76. μάθημα
  77. μαθηματικός
  78. μανθάνω
  79. μεθοδεύω
  80. μέθοδος
    • μέθοδος (noun) Arist. Phys. qaṣdunā bi-hāḏā l-ʿilmi
      ἡ δὲ μέθοδος ἡμῖν περὶ φύσεώς ἐστι Arist. Phys. III 1, 200b13 = wa-kāna qaṣdunā bi-hāḏā l-ʿilmi amra l-ṭabīʿati 165.9
  81. μετεωρολόγος
  82. μιμνῄσκω
  83. μνημεῖον
  84. μουσική
  85. μουσικός
  86. ναυπηγικός
  87. ναυτιλία
  88. νοέω
    • νοέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῷ θεωρεῖν καὶ νοεῖν = ka-l-ʿilmi
    • νοέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τὸ νοεῖν ἔχειν καὶ τὸ φρονεῖν
    • νοέω (verb) Arist. Cael. ʿalima wa-ʿarafa
    • νοέω (gerund) Arist. Gener. anim. δεῖ νοῆσαι = nafhama wa naʿlama
    • νοέω (verb) Proclus El. theol.
      πᾶς νοῦς ἑαυτὸν νοεῖ Proclus El. theol. 167: 144.22 = kullu ʿālimin yaʿlamu ḏātahū 167.1
    • νοέω (verb) Proclus El. theol. νοεῖ ἑαυτὸν = yaʿlamu ḏātahū
      ἕκαστος δὲ τῶν ἐφεξῆς (sc. νοεῖ) ἑαυτὸν ἅμα καὶ τὰ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 144.24 = fa-ammā sāʾiru l-ašyāʾi ḏawāti l-ʿilmi fa-kullu wāḥidin minhā yaʿlamu ḏātahū wa-yaʿlamu mā fawqahū wa-huwa maʿlūmun ayḍan 167.5
    • νοέω (verb) Proclus El. theol.
      ἑαυτὸν νοεῖ πᾶς νοῦς Proclus El. theol. 167: 144.26 = kullu ʿālimin ... yaʿlamu ḏātahū 167.7
    • νοέω (verb) Proclus El. theol. νοεῖ τὰ πρὸ αὐτοῦ = yaʿlamu mā fawqahū
      ἕκαστος δὲ τῶν ἐφεξῆς (sc. νοεῖ) ἑαυτὸν ἅμα καὶ τὰ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 144.24 = fa-ammā sāʾiru l-ašyāʾi ḏawāti l-ʿilmi fa-kullu wāḥidin minhā yaʿlamu ḏātahū wa-yaʿlamu mā fawqahū wa-huwa maʿlūmun ayḍan 167.5
    • νοέω (verb) Proclus El. theol. νοεῖ τὰ πρὸ αὐτοῦ = yaʿlamu mā fawqahū
      ἐν αὐτῷ νοητὸν νοεῖ ἅμα καὶ τὸ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 146.11 = yaʿlamu mā fīhi mina l-maʿlūmi wa-yaʿlamu mā fawqahū 167.20
    • νοέω (verb) Proclus El. theol. ἐν αὐτῷ νοητὸν νοεῖ = yaʿlamu mā fīhi mina l-maʿlūmi
      ἐν αὐτῷ νοητὸν νοεῖ ἅμα καὶ τὸ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 146.11 = yaʿlamu mā fīhi mina l-maʿlūmi wa-yaʿlamu mā fawqahū 167.20
  89. νοητικός
  90. νομίζω
  91. νοῦς
    • νοῦς (noun) Proclus El. theol.
      ἔστιν ἄρα καὶ ἐν τῷ νῷ νοητὸν καὶ ἐν τῷ νοητῷ νοῦς Proclus El. theol. 167: 146.12 = kāna iḏan fī-l-ʿilmi maʿlūmun wa-fī l-maʿlūmi ʿilmun 167.22-23
    • νοῦς (noun) Proclus El. theol. οἱ νόες = al-ašyāʾu ḏawāti l-ʿilmi
      ἕκαστος δὲ τῶν ἐφεξῆς (sc. νοεῖ) ἑαυτὸν ἅμα καὶ τὰ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 144.24 = fa-ammā sāʾiru l-ašyāʾi ḏawāti l-ʿilmi fa-kullu wāḥidin minhā yaʿlamu ḏātahū wa-yaʿlamu mā fawqahū wa-huwa maʿlūmun ayḍan 167.5
  92. οἶδα
  93. οἰκοδομικός
  94. οἲομαι
  95. ὀπτικός
  96. ὁράω
  97. ὀψοποιητικός
  98. παιδεύω
  99. παραδίδωμι
  100. περί
  101. ποιητικός
  102. πραγματεία
    • πραγματεία (noun) Arist. Phys. funūnu l-ʿilmi
      διὸ τρεῖς αἱ πραγματεῖαι, ἡ μὲν περὶ ἀκινήτων, ἡ δὲ περὶ κινουμένων, ἡ δὲ περὶ τὰ φθαρτά Arist. Phys. II 7, 198a30 = wa-li-ḏālika ṣārat funūnu l-ʿilmi ṯalāṯatun, aḥaduhā yanẓuru fī-mā lā yataḥarraku, wa-l-ṯānī yanẓuru fī-mā yataḥarraku, wa-l-ṯāliṯu yanẓuru fī-mā yafsidu
  103. πρακτικός
  104. προγιγνώσκω
  105. προγινώσκω
  106. πρόοιδα
  107. προοράω
  108. προςδιδασκω
  109. προσκαταμανθάνω
  110. προσσυνίημι
  111. σῆμα
  112. σκέψις
  113. σκοπέω
  114. σοφία
  115. συνεπιφέρω
  116. σύνοιδα
    • σύνοιδα (verb) Arist. Eth. Nic.
      οἱ γὰρ ἔμπειροι περὶ ἕκαστα κρίνουσιν ὀρθῶς τὰ ἔργα Arist. Eth. Nic. X 9, 1181a20 = fa-inna aṣḥāba l-taǧāribi fī kulli šayʾin allaḏīna yaqḍūna bi-l-ṣiḥḥati ʿalā l-aʿmāli wa-yaʿlamūna bi-ayyi šayʾin takūnu 581.1
    • σύνοιδα (verb) Arist. Eth. Nic.
      τάχ' ἂν μᾶλλον συνίδοιμεν Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b21 = ʿasā an naʿlama akṯara 583.2
  117. σφαιρικός
  118. τεχνίτης
  119. τηρέω
  120. ὑποτίθημι
  121. φαίνω
  122. φανερός
  123. φιλοσοφία
  124. φρονέω
  125. φρόνησις
  126. φυσικός
  127. φυσιογνώμων
  128. φυσιολογία
  129. φυσιολόγος
The database query could not be executed.