Lookup cumulative lexical entry: عِلم
- ἀγνοέω
- ἀγνοέω (gerund) Arist. An. post. ἀγνοεῖν = yaʿlamuhu
- ἀγνοέω (verb) Hippocr. Superf. ʿalima c. neg.
- ἀγνοέω (gerund) Ps.-Plut. Placita ἀγνοεῖν = min ġayra an naʿlama
- ἄγνοια
- ἄγνοια (noun) Arist. An. post. min lā ʿilmi
- ἀκαταμαθητός
- ἀκαταμαθητός (adj.) Hippocr. Diaet. acut. lā ʿilma... bihā
- ἀμαθία
- ἀμαθία (noun) Ps.-Arist. Virt. faqdu l-ʿilmi
- ανεπιστημοσυνη
- ἀνεπιστήμων
- ἀνεπιστήμων (adj.) Arist. Eth. Nic. οἱ ἀνεπιστήμονες = alladīna lā yaʿlamūna
ταῦτα δὲ τοῖς μὲν ἐμπείροις ὠφέλιμα εἶναι δοκεῖ, τοῖς δ' ἀνεπιστήμοσιν ἀχρεῖα Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b6 = ammā li-ḏawī l-taǧribati fa-nāfiʿatun wa-ammā lladīna lā yaʿlamūna fa-laysa yaḥtaǧūna ilayhā 581.6 - ἄπειρος
- ἄπειρος (adj.) Hippocr. Aer. lā kāna ʿindahu minhā ʿilm
- ἀπογιγνώσκω
- ἀπογιγνώσκω (gerund) Hippocr. Progn. ἀπογινώσκειν = yataqaddamu fa-yaʿlamu
- ἀποδεικτικός
- ἀποδεικτικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ ἀποδεικτική = ʿilmun min ʿulūmi l-burhāni
- ἀποδίδωμι
- ἀποδίδωμι (verb) Nicom. Arithm. ʿalimat min ḏālika
- ἄπορος
- ἄπορος (adj.) Arist. Eth. Nic. ἄπορον c. inf. = lā yuʿlamu
- ἀποφαίνω
- ἀποφαίνω (verb) Nicom. Arithm. naʿlama min ḏālika an
- ἀρετή
- ἀρετή (noun) Ps.-Plut. Placita al-ʿilmu l-fāḍilu
- ἀριθμητικός
- ἀριθμητικός (adj.) Nicom. Arithm. ἀριθμητικῆς εἰσαγωγῆς = kitābu l-madḫali ilā ʿilmi l-ʿadadi
- ἀριθμητικός (adj.) Nicom. Arithm. τῇ ἀριθμητικῇ εἰσαγωγῇ = fī madḫali ilā ʿilmi l-ʿadadi
- ἀριθμητικός (adj.) Nicom. Arithm. ʿilmu l-ʿadadi
- ἀριθμητικός (adj.) Nicom. Arithm. τὴν ἀριθμητικὴν εἰσαγωγὴν = al-madḫalu ilā ʿilmi l-adadi
- ἀριθμητικός (adj.) Nicom. Arithm. τῇ ἀριθμητικῇ εἰσαγωγῇ = madḫalun ilā ʿilmi l-ʿadadi
- ἀστρολογία
- ἀστρολογία (noun) Arist. Metaph. ʿilmu l-nuǧūmi
- ἀστρολογία (noun) Arist. Metaph. ʿilmu l-nuǧūmi
- ἀστρονομία
- ἀστρονομία (noun) Hippocr. Aer. ἀστρονομίη = ʿilmu l-nuǧūmi
- ἀστρονομία (noun) Nicom. Arithm. ʿilmu..l-nuǧūmi
- αστρονομια Them. In De an.
- βούλομαι
- βούλομαι (verb) Galen Med. phil. βουλόμενος
- γεωμετρία
- γεωμετρία (noun) Arist. Metaph. ʿilmu l-misāḥati
- γεωμετρία (noun) Nicom. Arithm. ʿilmu l-handasati
- γεωμετρία (noun) Nicom. Arithm. ʿilmu l-handasati
- γεωμετρία (noun) Nicom. Arithm. ṣāḥibu ʿilmi l-handasati
- γεωμετρικός
- γεωμετρικός (adj.) Arist. Gener. anim. ʿilmu l-misāḥati
- γεωμετρικός (adj.) Nicom. Arithm. ἐν τῇ γεωμετρικῇ εἰσαγωγῇ = kitābu l-madḫali ilā ʿilmil-ḫandasati
- γεωμετρικός (adj.) Nicom. Arithm. ʿilmu l-handasati
- γεωργία
- γεωργία (noun) Nicom. Arithm. πρὸς γεωργίας = fī ʿilmi l-falāḥati
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Nicom. Arithm. δῆλον γίνεται ἐκ = qad naʿlimu min
- γίγνομαι (verb) Nicom. Arithm. δῆλον γίνεται = naʿlamu
- γιγνώσκω
- γιγνώσκω (gerund) Arist. An. post. γνώριμος...γνῶναι = in kunnā naʿlamu...fa-anna naʿlama
- γιγνώσκω (gerund) Arist. Eth. Nic. γνῶναι
οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς πρακτοῖς τέλος τὸ θεωρῆσαι ἕκαστα καὶ γνῶναι Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b1 = laysa fī-mā yufʿalu tamāmun an yustaʿmala l-raʿyu fī kullihā wa-an yaʿlama 571.2 - γιγνώσκω (gerundive) Arist. Eth. Nic. γνωριστέον
κἀκεῖνο γνωριστέον Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b22 = li-yaʿlama ḏālika 577.10 - γιγνώσκω (gerund) Arist. Gener. anim. τοῦ γνῶναι χάριν = li-ḥāli l-ʿilmi wa-l-maʿrifati
- γιγνώσκω (verb) Arist. Metaph.
- γιγνώσκω (verb) Artem. Onirocr.
- γιγνώσκω (verb) Galen An. virt.
- γιγνώσκω (verb) Galen An. virt.
γιγνώσκω δ’ … ὡς ἡ μὲν τοῦ αἵματος κένωσις καὶ ἡ τοῦ κωνείου πόσις καταψύχουσι τὸ σῶμα Galen An. virt. 39.6 = wa-lākinnī li-annī aʿlamu … anna ifrāġa l-dami wa-šurba qūniyūn bi-akṯara mina l-miqdāri yubarridāni l-badana 14.23 - γιγνώσκω (gerund) Galen In De off. med. γιγνώσκειν
- γιγνώσκω (gerund) Galen In De off. med. γνῶναι
- γιγνώσκω (gerund) Galen In De off. med. γιγνώσκειν
- γιγνώσκω (verb) Hippocr. Diaet. acut. γινώσκω
- γιγνώσκω (verb) Hippocr. Diaet. acut. γινώσκω
- γιγνώσκω (verb) Hippocr. Diaet. acut. γινώσκω
- γιγνώσκω (gerund) Hippocr. Diaet. acut. γνῶναι
- γιγνώσκω (verb) Hippocr. Nat. hom. γινώσκω
- γιγνώσκω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- γιγνώσκω (gerund) Hippocr. Nat. hom. γινώσκειν
- γιγνώσκω (verb) Hippocr. Superf.
- γιγνώσκω (verb) Hyps. Anaph.
- γιγνώσκω (gerund) Porph. Isag. τὸ γνῶναι
- γιγνώσκω (verb) Proclus El. theol.
εἰ δὲ τὸ ὑπὲρ αὐτόν, ... ἑαυτὸν ἅμα ... γνώσεται Proclus El. theol. 167: 146.1-2 = in ʿalima mā fawqahū ʿalima ḏātahū ayḍan 167.12 - γιγνώσκω (act. part.) Proclus El. theol.
τὸ πρὸ αὐτοῦ γινώσκων Proclus El. theol. 167: 146.12 = iḏā ʿalima mā fawqahū 146.3 - γιγνώσκω (act. part.) Proclus El. theol. τὸ πρὸ αὐτοῦ γινώσκων = yaʿlamu mā fawqahū
πάντως ἄρα τὸ πρὸ αὐτοῦ γινώσκων γνώσεται καὶ ἑαυτόν Proclus El. theol. 167: 146.8 = kāna llaḏī yaʿlamu mā fawqahū ʿāliman bi-ḏātihī ayḍan 167.16 - γιγνώσκω (verb) Proclus El. theol.
ὃ δὲ ὑφίστησι καὶ ὧν αἴτιον τὸ πρὸ αὐτοῦ γινώσκων, καὶ ἑαυτὸν ἐκεῖθεν ὑποστάντα γνώσεται. Proclus El. theol. 167: 146.6 = fa-man ʿalima ʿillata l-ašyāʾi l-maʿlūlati … ʿalima ayḍan annahū innamā kāna minhā 167.14 - γνώμων
- γνώμων (noun) Arist. Cat.
- γνώμων (noun) Arist. Phys.
περιτιθεμένων γὰρ τῶν γνωμόνων Arist. Phys. III 4, 203a14 = anna l-aʿlāma iḏā aṭāfat - γνωρίζω
- γνωρίζω (gerund) Arist. An. post. γνωρίζειν ποιεῖ = an yakūna yuksibu ʿilman
- γνωρίζω (verb) Arist. Metaph.
- γνώριμος
- γνώριμος (adj.) Arist. An. post. γνώριμος...γνῶναι = in kunnā naʿlamu...fa-anna naʿlama
- γνώριμος (adj.) Arist. An. post. γνώριμον = yuʿlamu
- γνῶσις
- γνῶσις (noun) Arist. Cael. γνῶσις ἤ φρόνησις = ʿilmun aw maʿrifatun
- γνῶσις (noun) Arist. Gener. anim.
- γνῶσις (noun) Arist. Gener. anim.
- γραμματικός
- γραμματικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ γραμματική = ʿilmu l-ṣawti
- δῆλος
- δῆλος (adj.) Galen An. virt. δῆλον = bāna wa-ʿulima
- δῆλος (adj.) Galen An. virt. δῆλον = bāna wa-ʿulima
- δῆλος (adj.) Nicom. Arithm. δῆλον γίνεται = naʿlamu
- δῆλος (adj.) Nicom. Arithm. δῆλον γίνεται ἐκ = qad naʿlimu min
- δηλόω
- δηλόω (verb) Arist. An. post. ἐπεὶ δὲ δεδήλωται = fa-in kāna qad ʿalima
- διαγινωσκω
- διάγνωσις
- διάγνωσις (noun) Nicom. Arithm. ʿilmun minhu
- διαλεκτικός
- διαλεκτικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ διαλεκτική = ʿilmu l-manṭiqi
- διαπορέω
- διαπορέω (verb) Artem. Onirocr. arāda...an yaʿlima kayfa...
- διαρθρόω
- διαρθρόω (verb) Nicom. Arithm.
- διδασκαλία
- διδασκαλία (noun) Nicom. Arithm. al-ḥālu...yaʿlamu
- διδασκαλικός
- διδασκαλικός (adj.) Galen An. virt.
- διδάσκω
- διδάσκω (verb) Arist. Eth. Nic.
ὅτε γὰρ διδάξειεν (sc. ὁ Πρωταγόρας) ἁδήποτε, τιμῆσαι τὸν μαθόντα ἐκέλευεν ὅσου δοκεῖ ἄξια ἐπίστασθαι Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164a25 = fa-innahū (sc. Furūṭāġūrasa) kāna iḏā ʿallama šayʾan mā kāna yaʾmuru l-mutaʿallima an yukrima ʿalā qadri mā yarā annahū yastaʾhilu mā taʿallama 483.6 - διδάσκω (verb) Arist. Eth. Nic.
ἐπαγγέλλονται μὲν διδάσκειν οἱ σοφισταί Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b35 = fa-inna l-muḥakkimīna yuʿaddūna an yuʿallimūhā 579.2 - διδάσκω (verb) Arist. Phys.
ὥστε διδάσκοι ἂν καὶ μανθάνοι ἅμα καὶ ὑγιάζοι καὶ ὑγιάζοιτο τὴν αὐτὴν ὑγίειαν Arist. Phys. VIII 5, 257b4 = fa-yakūnu iḏan yuʿallimu wa-yataʿallamu maʿan wa-yubriʾu wa-yabraʾa burʾan wāḥidan bi-ʿaynihī - διδάσκω (verb) Arist. Phys.
εἴ τι διδάσκει ... τοῦτο διδάσκεσθαι Arist. Phys. VIII 5, 257a1 = man ʿallama ... fa-huwa mutaʿallimu - διδάσκω (act. part.) Arist. Phys.
ὥστε τὸν διδάσκοντα ἀνάγκη ἔσται πάντα μανθάνειν Arist. Phys. III 3, 202b4 = fa-yakūnu l-muʿallimu wāǧiban ḍarūratan an yakūna mutaʿalliman kulli šayʾin - διδάσκω (verb) Artem. Onirocr. διδάσκομαι = yaʿlamūnahu
- διδάσκω (verb) Galen An. virt.
τῶν ... διδασκάλων οὐδεὶς οὐδεμίαν αἰτίαν ἐδίδαξέ με Galen An. virt. 38.15 = lam yuʿallimnī aḥadun mina l-muʿallimīna ... al-sababa 14.11 - διδάσκω (verb) Galen An. virt.
καὶ τοὺς ἀνέμους αὐτοὺς διδάξω καὶ τὰς τοῦ περιέχοντος κράσεις ἔτι τε τὰς χώρας, ὁποίας μὲν αἱρεῖσθαι προσήκει, ὁποίας δὲ φεύγειν Galen An. virt. 67.14 = uʿallimuhum ... mā llaḏī yanbaġī an yaḫtārūhu mina l-riyāḥi wa-amzāǧi l-hawāʾi wa-l-buldāni wa-min ayyihā yanbaġī an yahrubū 35.5 - διδάσκω (verb) Galen An. virt.
- διδάσκω (verb) Galen An. virt.
διδάξω καθ᾿ ἕτερον καιρόν Galen An. virt. 71.15 = ʿallamtukum ayḍan fī waqtin āḫara 37.17 - διδάσκω (verb) Galen An. virt.
- διδάσκω (pass. part.) Galen In De off. med. διδασκομένων = yuḫabbiranā wa-yuʿallimanāhu
- διδάσκω (act. part.) Galen In De off. med. διδάσκων
- διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
- διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
- διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
- διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
- διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
- διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
- διδάσκω (verb) Galen Med. phil. τὰ ἐκ λόγου διδαχθέντα = mā ʿilmuhu mina l-qiyāsi
- διδασκω Them. In De an.
- διέξοδος
- διέξοδος (noun) Ps.-Plut. Placita
- διορθόω
- διορθόω (verb) Ptol. Hypoth. ṣaḥḥaḥnāhā wa-ʿallamnā bihā
- δοκέω
- δοκέω (verb) Hippocr. Superf.
- δοκέω (verb) Hippocr. Superf.
- δοκέω (verb) Hippocr. Superf.
- δόξα
- δόξα (noun) Arist. Phys.
ἡ κοινή περὶ αὐτῶν δόξα Arist. Phys. IV 6, 213a21 = al-ʿulūmu l-mutaʿarafatu fīhā - εἴδω
- εἴδω (verb) Arist. An. post. καὶ τότε οἰόμεθα εἰδέναι = wa-ḥīnaʾiḏin naẓunnu wa-narā annā qad ʿalimnā
- εἴδω (verb) Arist. Phys.
- εἴδω (verb) Galen An. virt. οἶδα
- εἴδω (verb) Galen An. virt. οἶδα
- εἴδω (verb) Galen An. virt. ἴσμεν = naʿlamu ʿilman
- εἴδω (verb) Galen An. virt. ἴσμεν = naʿlamu ʿilman
- εἴδω (verb) Hippocr. Aer.
- εἴδω (act. part.) Hippocr. Aer. εἰδώς
- εἴδω (verb) Hippocr. Aphor. χρὴ εἰδέναι = fa-ʿalima an …
- εἴδω (act. part.) Proclus El. theol. ἑαυτὸν εἰδώς = yaʿlamu ḏātahū
- εἴδω (verb) Ps.-Plut. Placita
- εἴδω (verb) Ps.-Plut. Placita εἰ ... οἶσθα, ἴσθ' ὅτι ... = in kunta taʿqilu … fa-yanbaġī an taʿlama
- ἐκεῖνος
- ἐκεῖνος (pronoun) Nicom. Arithm. συνεπιφέρεται ἐκείνῃ = ḏālika l-ʿilmu yaǧibu bi-wuǧūbin hāḏā l-ʿilm
- ἐκμανθάνω
- ἐκμανθάνω (verb) Galen Med. phil.
- ἐννοέω
- ἐννοέω (gerund) Arist. Gener. anim.
- ἐννοέω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐννοέω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ἐννοήσῃ
- ἔννοια
- ἔννοια (noun) Eucl. El. ἔννοιαι
- ἔννοια (noun) Eucl. El. ἔννοιαι = al-ʿulūmu wa-l-qaḍāyā
- ἔννοια (noun) Eucl. El. al-ʿulūmu wa-l-qaḍāyā
- εννοια Them. In De an.
- ἐπίγνωσις
- ἐπίγνωσις (noun) Nicom. Arithm. αὕτη ἡ ἐπίγνωσις = al-ʿilmu bi-mā qulnā
- ἐπίγνωσις (noun) Nicom. Arithm. αὕτη ἡ ἐπίγνωσις = al-ʿilmu bi-mā qulnā
- ἐπικρίνω
- ἐπικρίνω (verb) Artem. Onirocr. taqḍīya...wa-taʿlama
- ἐπίσταμαι
- ἐπίσταμαι (gerund) Arist. An. post. ἐπίστασθαι = yaʿlamuhu
- ἐπίσταμαι (gerund) Arist. An. post. ἐπίστασθαι οἰόμεθα ὅταν εἰδῶμεν = naẓunnu annā qad ʿalimnā matā ʿalimnā
- ἐπίσταμαι (verb) Arist. Eth. Nic.
- ἐπίσταμαι (verb) Arist. Metaph.
- ἐπίσταμαι (verb) Arist. Metaph. τὸ ἐπίστασθαι
ἔτι τὸ ἐπίστασθαι ἀναιροῦσιν οἱ οὕτως λέγοντες α 2, 994b20 = wa-ayḍan fa-inna man qāla bi-hāḏā l-qawli abṭala l-ʿilma / wa-ayḍan inna l-qāʾilīna bi-miṯli hāḏhā l-qawli yubṭilūna l-ʿilma 36.2 / 36v2 - ἐπίσταμαι (verb) Artem. Onirocr.
- ἐπίσταμαι (verb) Artem. Onirocr.
- επισταμαι Them. In De an.
- επιστήμη
- επιστήμη (noun) Aelian. Tact.
- ἐπιστήμη (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.] li-l-ʿilmi wa-l-ḥimati
- ἐπιστήμη (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.]
- ἐπιστήμη (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.] τὸ ἀναλαβὸν τὴν ἐπιστήμην = al-ʿālimu l-mutahayyiʾu lil-ʿilmi
- ἐπιστήμη (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.] τὸ ἀναλαβὸν τὴν ἐπιστήμην = al-ʿālimu l-mutahayyiʾu lil-ʿilmi
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael. αἱ μαθηματικαί ἐπιστῆμαι = ʿilmu aṣḥābi l-misāḥati
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Eth. Nic. αἱ ἐπιστῆμαι = al-ʿulūmu
τοῦ κοινοῦ ... αἱ ἐπιστῆμαι Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b15 = inna l-ʿulūma … li-l-ʿāmmiyyi 577.6 - ἐπιστήμη (noun) Arist. Eth. Nic. αἱ ἐπιστῆμαι = al-ʿulūmu
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Eth. Nic. αἱ ἐπιστῆμαι = al-ʿulūmu
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Gener. anim.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Metaph.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Metaph.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Part. anim.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Part. anim.
- ἐπιστήμη (noun) Arist. Phys.
τῆς δὲ αὐτῆς ἐπιστήμης εἰδέναι τὸ εἶδος καὶ τὴν ὕλην μέχρι του Arist. Phys. II 2, 194a22 = wa-kānati l-maʿrifatu bi-l-ṣūrati wa-l-hayūlā fīhā ilā mawḍiʿin mā min ʿilmin wāḥidin 94.12 - ἐπιστήμη (noun) Galen An. virt.
- ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. τὸ πῖπτον ὑπὸ ἐπιστήμην = allaḏī yuḥāṭu bihi ʿilman
- ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. al-ʿilmu wa-l-idrāku
- ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm.
- ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. δύο ἐπιστῆμαι = ʿilmāni
- ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. ἐπὶ ἐπιστήμων = al-ʿilmu l-yaqīnu
- ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. ἐπὶ ἐπιστήμων = al-ʿilmu l-yaqīnu
- ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. ὑπὸ ἐπιστήμην πῖπτον = yuḥāṭu bihi ʿilman
- ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. ἐπὶ ἐπιστήμων = fī l-ʿulūmi
- ἐπιστήμη (noun) Porph. Isag.
- ἐπιστήμη (noun) Ps.-Arist. Div.
- ἐπιστήμη (noun) Ps.-Arist. Div. li-l-ʿilmi
- ἐπιστήμη (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἐπιστήμη (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἐπιστήμη (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἐπιστήμη (noun) Ps.-Plut. Placita
- επιστημη Them. In De an.
- επιστημονικος
- ἐπιστητός
- ἐπιστητός (gerundive) Arist. Phys.
- εὑρεῖν
- εὑρεῖν (gerund) Hyps. Anaph.
- εὑρίσκω
- εὑρίσκω (verb) Artem. Onirocr.
- εὑρίσκω (verb) Nicom. Arithm. an yaʿlama
- ἐφίστημι
- ἐφίστημι (verb) Nicom. Arithm. ἐπιστάμεθα ὡς = naʿlamu anna
- ἔχω
- ἔχω (verb) Artem. Onirocr.
- ζητέω
- ζητέω (verb) Ps.-Plut. Placita ζητεῖται = ṭalaba an yaʿlama
- ζητέω (verb) Ps.-Plut. Placita ζητεῖται = ṭalaba an yaʿlama
- ἡγέομαι
- ἡγέομαι (verb) Artem. Onirocr.
- ἡγέομαι (verb) Artem. Onirocr.
- θεραπεία
- θεραπεία (noun) Artem. Onirocr. wa-ʿulūmun
- θεωρέω
- θεωρέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῷ θεωρεῖν καὶ νοεῖν = ka-l-ʿilmi
- θεωρέω (verb) Arist. Phys.
εὐθὺς γὰρ θεωρεῖ τὸ ἐπιστῆμον Arist. Phys. VIII 4, 255b23 = wa-ḏālika anna l-ʿālima ʿalā l-makāni yakūnu yaʿlamu - θεώρημα
- θεώρημα (noun) Nicom. Arithm. al-ašyāʾu llatī fī l-ʿulūmi
- θεώρημα (noun) Nicom. Arithm. γραμμικά θεωρήμαται = ʿilmu...l-handasati
- θεώρημα (noun) Nicom. Arithm. fī maʿnin mina l-maʿānī llatī tastaʿmilu fī ʿilmin
- θεώρημα (noun) Nicom. Arithm. εἰς τὰ μουσικά τε καὶ σφαιρικὰ καὶ γραμμικὰ θεωρήμαται = fī l-mūsīqā wa-ʿilmi l-kurati wa-l-handasati
- θεωρητέον
- θεωρητέον (gerundive) Arist. Gener. anim. wa yanbaġī lanā an naṭluba wa naʿlama
- θεωρητικός
- θεωρητικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ θεωρητική = ʿulūmu l-raʾyi
- θεωρητικός (adj.) Arist. Metaph. ʿilmu l-raʾyi
- θεωρητικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ʿilmu l-ʿālimi
- θεωρία
- θεωρία (noun) Arist. An. post. ἠθικῆς θεωρίας = min ʿilmi l-aḫlāqi
- θεωρία (noun) Arist. Metaph. ʿulūmu l-raʾyi
- θεωρία (noun) Galen An. virt.
- θεωρία (noun) Galen An. virt.
- θεωρία (noun) Galen An. virt.
- θεωρία (noun) Galen Med. phil. τὴν λογικὴν θεωρίαν = ʿilmu l-manṭiqi
- θεωρία (noun) Galen Med. phil. τῇ λογικῇ θεωρίᾳ = ʿilmu l-manṭiqi
- θεωρία (noun) Nicom. Arithm. ἴδιον τῆς θεωρίας = huwa min qismi ʿilmin
- ἰατρικός
- ἰατρικός (adj.) Arist. Gener. anim. ὡς καὶ ἀπὸ τῆς ἰατρικῆς ὁ ὑγιασθείς = wa-miṯla l-ṣiḥḥati allatī taʿriḍu li-l-saqīmi min ʿilmi l-ṭibbi
- ἰατρικός (adj.) Hippocr. Aer. ʿilmu l-ṭibbi
- ἰατρικός (adj.) Hippocr. Aer. ʿilmu l-ṭibbi
- ιατρικος Them. In De an.
- ἰατρός
- ἰατρός (noun) Hippocr. Diaet. acut. ἰητρός = man maʿahū ʿilmun bi-l-ṭibbi
- ιππικος
- καθοράω
- καθοράω (verb) Galen An. virt. κατιδοῦσα = li-annahū ʿalima
- καλώς
- καλώς (adv.) Nicom. Arithm. ʿilman ṣaḥīḥan
- καταλαμβάνω
- καταλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr. naʿlamuhā wa-nadrī
- καταλαμβανω Them. In De an.
- καταμανθανω
- καταμανθάνω (verb) Hippocr. Diaet. acut. tafaqqada wa-ʿalima
- καταμανθανω Them. In De an.
- κρίνω
- κρίνω (verb) Arist. Metaph.
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Arist. Cael.
- λαμβάνω (verb) Nicom. Arithm. min ʿilmin
- λέγω
- λέγω (verb) Artem. Onirocr.
- λόγος
- λόγος (noun) Arist. Gener. anim. λόγος τῆς τέχνης = ʿilmu ṣāḥibi l-miḥnati
- μάθημα
- μάθημα (noun) Aelian. Tact. ἐν τοῖς μαθήμασιν = fī ʿulūmi l-handasati
- μάθημα (noun) Arist. Metaph. al-ʿulūmu l-taʿlīmiyyatu
- μάθημα (noun) Arist. Metaph. al-ʿulūmu l-taʿlīmiyyatu
- μάθημα (noun) Arist. Metaph. ἡ ἐν τοῖς μαθήμασιν ἁρμονική = ʿilmu taʾlīfi l-luḥūnu l-taʿlīmiyyu
- μάθημα (noun) Nicom. Arithm. al-ʿulūmu l-taʿlīmiyyatu
- μάθημα (noun) Nicom. Arithm. al-ʿulūmu l-taʿlīmiyyatu
- μαθηματικός
- μαθηματικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ μαθηματική = al-ʿilmu l-taʿlīmiyyu
- μαθηματικός (adj.) Arist. Metaph. ṣāḥibu ʿilmi l-taʿālīmi
- μαθηματικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ μαθηματική = al-ʿilmu l-taʿlīmiyyu
- μανθάνω
- μανθάνω (verb) Arist. An. post. μανθάνει = yaʿlamuhu
- μανθάνω (verb) Artem. Onirocr. wa-yadullu ʿalā...wa-ʿilmihā
- μανθάνω (gerund) Galen An. virt. ἄν ... μαθεῖν = li-an yuʿallimanī
- μανθάνω (verb) Hippocr. Aer.
- μεθοδεύω
- μεθοδεύω (verb) Nicom. Arithm. allaḏīna salakū sabīla ʿilmin
- μέθοδος
- μέθοδος (noun) Arist. Phys. qaṣdunā bi-hāḏā l-ʿilmi
ἡ δὲ μέθοδος ἡμῖν περὶ φύσεώς ἐστι Arist. Phys. III 1, 200b13 = wa-kāna qaṣdunā bi-hāḏā l-ʿilmi amra l-ṭabīʿati 165.9 - μετεωρολόγος
- μετεωρολόγος (noun) Hippocr. Aer. mina l-ʿilmi l-ʿalawiyyi
- μιμνῄσκω
- μιμνῄσκω (gerund) Artem. Onirocr. μεμνῆσθαι = nataḏakkara wa-naʿlama
- μιμνήσκω (verb) Nicom. Arithm. an naʿlama
- μνημεῖον
- μνημεῖον (noun) Artem. Onirocr. yaḥfaẓu ʿilmahu
- μουσική
- μουσική (noun) Nicom. Arithm. ἡ μουσική = ʿilmu l-mūsīqā
- μουσικός
- μουσικός (adj.) Arist. Gener. anim. ṣāḥibu ʿilmi l-lahwi
- μουσικός (adj.) Nicom. Arithm. ὁ μουσικός = ʿilmu l-mūsīqā
- μουσικός (adj.) Nicom. Arithm. ὁ μουσικός = ṣāḥibu ʿilmi l-mūsīqā
- ναυπηγικός
- ναυπηγικός (adj.) Ps.-Arist. Div. fa-ʿilmu ṣināʿati l-naǧārati
- ναυτιλία
- ναυτιλία (noun) Nicom. Arithm. πρὸς ναυτιλίαν = fī ʿilmi...l-milāḥati
- νοέω
- νοέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῷ θεωρεῖν καὶ νοεῖν = ka-l-ʿilmi
- νοέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τὸ νοεῖν ἔχειν καὶ τὸ φρονεῖν
- νοέω (verb) Arist. Cael. ʿalima wa-ʿarafa
- νοέω (gerund) Arist. Gener. anim. δεῖ νοῆσαι = nafhama wa naʿlama
- νοέω (verb) Proclus El. theol.
πᾶς νοῦς ἑαυτὸν νοεῖ Proclus El. theol. 167: 144.22 = kullu ʿālimin yaʿlamu ḏātahū 167.1 - νοέω (verb) Proclus El. theol. νοεῖ ἑαυτὸν = yaʿlamu ḏātahū
ἕκαστος δὲ τῶν ἐφεξῆς (sc. νοεῖ) ἑαυτὸν ἅμα καὶ τὰ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 144.24 = fa-ammā sāʾiru l-ašyāʾi ḏawāti l-ʿilmi fa-kullu wāḥidin minhā yaʿlamu ḏātahū wa-yaʿlamu mā fawqahū wa-huwa maʿlūmun ayḍan 167.5 - νοέω (verb) Proclus El. theol.
ἑαυτὸν νοεῖ πᾶς νοῦς Proclus El. theol. 167: 144.26 = kullu ʿālimin ... yaʿlamu ḏātahū 167.7 - νοέω (verb) Proclus El. theol. νοεῖ τὰ πρὸ αὐτοῦ = yaʿlamu mā fawqahū
ἕκαστος δὲ τῶν ἐφεξῆς (sc. νοεῖ) ἑαυτὸν ἅμα καὶ τὰ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 144.24 = fa-ammā sāʾiru l-ašyāʾi ḏawāti l-ʿilmi fa-kullu wāḥidin minhā yaʿlamu ḏātahū wa-yaʿlamu mā fawqahū wa-huwa maʿlūmun ayḍan 167.5 - νοέω (verb) Proclus El. theol. νοεῖ τὰ πρὸ αὐτοῦ = yaʿlamu mā fawqahū
ἐν αὐτῷ νοητὸν νοεῖ ἅμα καὶ τὸ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 146.11 = yaʿlamu mā fīhi mina l-maʿlūmi wa-yaʿlamu mā fawqahū 167.20 - νοέω (verb) Proclus El. theol. ἐν αὐτῷ νοητὸν νοεῖ = yaʿlamu mā fīhi mina l-maʿlūmi
ἐν αὐτῷ νοητὸν νοεῖ ἅμα καὶ τὸ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 146.11 = yaʿlamu mā fīhi mina l-maʿlūmi wa-yaʿlamu mā fawqahū 167.20 - νοητικός
- νοητικός (adj.) Alex. qu. III 3 [Sens.]
- νομίζω
- νομίζω (verb) Artem. Onirocr.
- νομίζω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- νοῦς
- νοῦς (noun) Proclus El. theol.
ἔστιν ἄρα καὶ ἐν τῷ νῷ νοητὸν καὶ ἐν τῷ νοητῷ νοῦς Proclus El. theol. 167: 146.12 = kāna iḏan fī-l-ʿilmi maʿlūmun wa-fī l-maʿlūmi ʿilmun 167.22-23 - νοῦς (noun) Proclus El. theol. οἱ νόες = al-ašyāʾu ḏawāti l-ʿilmi
ἕκαστος δὲ τῶν ἐφεξῆς (sc. νοεῖ) ἑαυτὸν ἅμα καὶ τὰ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 144.24 = fa-ammā sāʾiru l-ašyāʾi ḏawāti l-ʿilmi fa-kullu wāḥidin minhā yaʿlamu ḏātahū wa-yaʿlamu mā fawqahū wa-huwa maʿlūmun ayḍan 167.5 - οἶδα
- οἶδα (verb) Arist. An. post. οὐκ οἶδεν = lā naʿlamuhu
- οἶδα (gerund) Arist. An. post. εἰδέναι = an naʿllamahā
- οἶδα (act. part.) Arist. An. post. ὁ εἰδὼς...οἶδεν = fa-llaḏī yaʿlamu...ʿilmuhu
- οἷδα (verb) Arist. An. post. ἐπίστασθαι οἰόμεθα ὅταν εἰδῶμεν = naẓunnu annā qad ʿalimnā matā ʿalimnā
- οἶδα (verb) Arist. An. post. ὁ εἰδὼς...οἶδεν = fa-llaḏī yaʿlamu...ʿilmuhu
- οἶδα (verb) Arist. An. post. ἆρ' οἶδας = a-turāka taʿlamu
- οἶδα (verb) Arist. Eth. Nic.
- οἶδα (act. part.) Arist. Eth. Nic.
ὁ καθόλου εἰδώς Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b14 = allatī taʿlamu ʿilman kulliyyan 577.5 - οἶδα (act. part.) Arist. Eth. Nic. ὁ εἰδώς = allaḏī yaʿlamu
- οἶδα (verb) Arist. Eth. Nic.
τοῖς ἐφιεμένοις περὶ πολιτικῆς εἰδέναι Arist. Eth. Nic. X 9, 1181a12 = allaḏīna yaštahūna yaʿlamūna l-ṣināʿata l-madaniyyata 579.9 - οἶδα (verb) Arist. Metaph.
- οἶδα (verb) Arist. Metaph. waṣalnā ilā l-ʿilmi
- οἶδα (verb) Arist. Phys. τὸ εἰδέναι
- οἶδα (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- οἶδα (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- οἴδα (gerund) Hippocr. Nat. hom. εἰδέναι
- οἴδα (gerund) Hippocr. Nat. hom. εἰδέναι
- οἴδα (gerund) Hippocr. Nat. hom. εἰδέναι
- οἶδα (gerund) Porph. Isag. εἰδέναι
- οἰκοδομικός
- οἰκοδομικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ οἰκοδομική = ʿilmu l-bināʾi
- οἲομαι
- οἲομαι (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- ὀπτικός
- ὀπτικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ ὀπτική = ʿilmu l-baṣari
- ὀπτικός (adj.) Arist. Phys. ἡ ὀπτική (sc. θεωρία) = ʿilm al-manāẓiri
- ὁράω
- ὁράω (verb) Arist. Cael.
- ὁράω (verb) Artem. Onirocr.
- ὀψοποιητικός
- ὀψοποιητικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ ὀψοποιητική = ʿilmu l-ṭabbāḫi
- παιδεύω
- παιδεύω (verb) Aelian. Tact. παιδεύσῃ = yuʿallimuhum
- παραδίδωμι
- παραδίδωμι (act. part.) Arist. Eth. Nic. οἱ παραδιδόντες
- περί
- περί (prep.) Nicom. Arithm. al-ʿilmu bi-l-miqdāri
- ποιητικός
- ποιητικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ʿilmu l-ṣanāʾiʿi
- ποιητικός (adj.) Ps.-Arist. Div. al-ʿulūmu l-ṣināʿiyyatu
- ποιητικός (adj.) Ps.-Arist. Div. al-ʿilmu l-ṣāniʿu
- πραγματεία
- πραγματεία (noun) Arist. Phys. funūnu l-ʿilmi
διὸ τρεῖς αἱ πραγματεῖαι, ἡ μὲν περὶ ἀκινήτων, ἡ δὲ περὶ κινουμένων, ἡ δὲ περὶ τὰ φθαρτά Arist. Phys. II 7, 198a30 = wa-li-ḏālika ṣārat funūnu l-ʿilmi ṯalāṯatun, aḥaduhā yanẓuru fī-mā lā yataḥarraku, wa-l-ṯānī yanẓuru fī-mā yataḥarraku, wa-l-ṯāliṯu yanẓuru fī-mā yafsidu - πρακτικός
- πρακτικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ʿilmu l-siyāsati
- πρακτικός (adj.) Ps.-Arist. Div. al-ʿilmu l-fāʿilu
- προγιγνώσκω
- προγιγνώσκω (verb) Galen Med. phil. nataqaddamu fa-naʿlamu
- προγινώσκω
- προγινώσκω (verb) Hippocr. Aer.
- πρόοιδα
- πρόοιδα (verb) Arist. An. post. προῄδει = fa-qad kāna taqaddama fa-ʿulima
- πρόοιδα (act. part.) Hippocr. Progn. προειδώς = yataqaddamu fa-yaʿlamu
- προοράω
- προοράω (verb) Hippocr. Aer. yasbiqu fa-yaʿlamu
- προςδιδασκω
- προσκαταμανθάνω
- προσκαταμανθάνω (gerund) Hippocr. Diaet. acut. προσκαταμαθεῖν = yaʿlamu maʿa hāḏihī
- προσσυνίημι
- προσσυνίημι (gerund) Hippocr. Diaet. acut. προσσυνιέναι = yanbaġi laka ayḍan an taʿlama
- σῆμα
- σῆμα (noun) Ps.-Plut. Placita
- σκέψις
- σκέψις (noun) Arist. Metaph.
- σκοπέω
- σκοπέω (verb) Artem. Onirocr.
- σκοπέω (verb) Artem. Onirocr.
- σκοπέω (verb) Artem. Onirocr.
- σοφία
- σοφία (noun) Artem. Onirocr. ʿilmahu
- σοφία (noun) Artem. Onirocr. ʿilmika
- σοφία (noun) Ps.-Plut. Placita
- συνεπιφέρω
- συνεπιφέρω (verb) Nicom. Arithm. συνεπιφέρεται ἐκείνῃ
- σύνοιδα
- σύνοιδα (verb) Arist. Eth. Nic.
οἱ γὰρ ἔμπειροι περὶ ἕκαστα κρίνουσιν ὀρθῶς τὰ ἔργα Arist. Eth. Nic. X 9, 1181a20 = fa-inna aṣḥāba l-taǧāribi fī kulli šayʾin allaḏīna yaqḍūna bi-l-ṣiḥḥati ʿalā l-aʿmāli wa-yaʿlamūna bi-ayyi šayʾin takūnu 581.1 - σύνοιδα (verb) Arist. Eth. Nic.
τάχ' ἂν μᾶλλον συνίδοιμεν Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b21 = ʿasā an naʿlama akṯara 583.2 - σφαιρικός
- σφαιρικός (adj.) Nicom. Arithm. ʿilmu l-kurati
- σφαιρικός (adj.) Nicom. Arithm. ʿilmu l-kurati
- σφαιρικός (adj.) Nicom. Arithm. ʿilmu l-kurati
- τεχνίτης
- τεχνίτης (noun) Ps.-Arist. Div. arbābu l-ṣanāʾiʿi wa-l-ʿulūmi
- τηρέω
- τηρέω (verb) Artem. Onirocr. imtaḥantu wa-ʿalimtu
- ὑποτίθημι
- ὑποτίθημι (verb) Arist. Cael.
- φαίνω
- φαίνω (pass. part.) Arist. Cael. τὰ φαινόμενα = ʿilmu l-ʿiyāni
- φανερός
- φανερός (adj.) Arist. Gener. anim. φανερὸν ὅτι = qad ʿalimnā
- φιλοσοφία
- φιλοσοφία (noun) Nicom. Arithm. ʿilmu l-falsafati
- φρονέω
- φρονέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τὸ νοεῖν ἔχειν καὶ τὸ φρονεῖν
- φρονέω (gerund) Nicom. Arithm. φρονέειν = an naʿlama
- φρόνησις
- φρόνησις (noun) Ps.-Arist. Div.
- φυσικός
- φυσικός (noun) Arist. Gener. anim. aṣḥābu l-ʿilmi l-ṭibāʿiyyi
- φυσικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ φυσική = al-ʿilmu l-ṭabīʿiyyu
- φυσικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ φυσική = al-ʿilmu l-ṭabīʿiyyu
- φυσικός (adj.) Nicom. Arithm. οἱ φυσικοί = aṣḥābu ʿilmi l-ṭabīʿati
- φυσιογνώμων
- φυσιογνώμων (adj.) Arist. Gener. anim. φυσιογνώμων τις = aṣḥābu l-ʿilmi l-ṭibāʿiyyi
- φυσιολογία
- φυσιολογία (noun) Nicom. Arithm. ἐν φυσιολογίᾳ = fī maʿrifatin...wa-ʿilmi l-ṭabīʿati
- φυσιολογία (noun) Nicom. Arithm. εἰς τὰς φυσιολογίας = fī ʿilmi l-ṭabīʿati
- φυσιολόγος
- φυσιολόγος (noun) Arist. Gener. anim. aṣḥābu l-ʿilmi l-ṭibāʿiyyi