Lookup cumulative lexical entry: فهّم
- ἀγχίνοια
- ἀγχίνοια (noun) Galen An. virt. surʿatu l-fahmi
- ἀδιάρθρωτος
- ἀδιάρθρωτος (adj.) Galen An. virt. lam yafhamū maʿnan
συγκεχυμένοι δ' εἰσὶν ... ἀδιάρθρωτον ἔννοιαν ἔχοντες Galen An. virt. 33.18 = irtabakū ... wa-ḏālika li-annahum lam yafhamū maʿnan ... bi-l-ḥaqīqati 10.12 - ἀκούω
- ἀκούω (verb) Galen An. virt.
ὅταν εἴπωσιν ... πάντες ἀκούομεν Galen An. virt. 35.14 = iḏā qulnā ... fahimnā anna ... 11.22 - ἀκούω (gerund) Galen In De off. med. ἀκούειν
- ἀκούω (verb) Galen In De off. med.
- ἀκούω (gerund) Galen In De off. med. ἀκούειν
- ἀκούω (gerund) Galen In De off. med. ἀκούειν
- ἀκούω (verb) Galen In De off. med.
- ἀκούω (gerund) Galen In De off. med. ἀκούειν
- ακουω Them. In De an.
- ἄλογος
- ἄλογος (adj.) Artem. Onirocr. bi-lā fahmin
- ἀνεννόητος
- ἀνεννόητος (adj.) Alex. An. mant. [Lib. arb.] ἀνννόητος ἐστιν = lā yafhamu
- ἀσύνετος
- ἀσύνετος (adj.) Galen An. virt. ʿadīmu l-fahmi
- ασυνετος Them. In De an.
- αφροσυνη
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Nicom. Arithm.
- γιγνώσκω
- γιγνώσκω (verb) Artem. Onirocr.
- γιγνώσκω (act. part.) Galen In De off. med. γιγνώσκοντες = yafhamū...wa...yaʿrafū
- γιγνώσκω (verb) Galen Med. phil.
- διανοεω
- διάνοια
- διάνοια (noun) Galen An. virt.
- διδάσκω
- διδάσκω (verb) Galen Med. phil.
- ἐννοέω
- ἐννοέω (gerund) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- ἐννόημα
- ἐννόημα (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἔννοια
- ἔννοια (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἐπιμελής
- ἐπιμελής (adj. comp.) Artem. Onirocr. ἐπιμελέστερον = bi-fahmin
- ἐπινοέω
- ἐπινοέω (verb) Artem. Onirocr. fahima...maʿnāhā fī nafsi l-naẓari
- ἐπινοέω (verb) Nicom. Arithm. οὐκ ἂν ἐπινοηθείη = laysa yumkinu an yafhama
- ἑρμηνεία
- ἑρμηνεία (noun) Ps.-Arist. Div. al-ʿaqlu fī fahmihā
- εὐσύνετος
- εὐσύνετος (adj.) Arist. Eth. Nic. εὐσυνετώτεροι = allaḏīna akṯaru fahman
εὐσυνετώτεροι δ' εἰς ταῦτα τάχ' ἂν γένοιντο Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b11 = ḫalīqun an yakūnū awfaqa fī hāḏihī llaḏīna akṯaru fahman 581.10 - εὐσύνοπτος
- εὐσύνοπτος (adj.) Artem. Onirocr. yufhamu bi-suhūlatin
- εὐτυχέω
- εὐτυχέω (verb) Galen Med. phil.
- θεωρέω
- θεωρέω (verb) Nicom. Arithm. wa-qad yafhamu
- κακόν
- κακόν (noun) Artem. Onirocr.
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Arist. Phys. δεῖ ... λαμβάνειν = yanbaġī an nafhama
- λαμβάνω (verb) Arist. Phys.
- λαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
- λόγος
- λόγος (noun) Arist. Phys. κατὰ τὸν λόγον = fī l-fahmi
- λόγος (noun) Arist. Phys. κατὰ τὸν λόγον = ʿinda l-fahmi
- λόγος (noun) Arist. Phys. κατὰ τὸν λόγον = fī l-fahmi
διαφέρουσι δ’ ἀλλήλων τῷ τοὺς μὲν πρότερα τοὺς δ’ ὕστερα λαμβάνειν, καὶ τοὺς μὲν γνωριμώτερα κατὰ τὸν λόγον τοὺς δὲ κατὰ τὴν αἴσθησιν Arist. Phys. I 5, 188b32 = illā annahum yaḫtalifūna fī anna baʿḍahum yaʾḫuḏu minhā mā huwa ašaddu taqadduman wa-baʿḍahum yaʾḫuḏu minhā mā huwa ašaddu taʾaḫḫuran wa-anna baʿḍahum yaʾḫuḏu minhā mā huwa aʿrafu fī l-fahmi wa-baʿḍahum yaʾḫuḏu minhā mā huwa aʿrafu fī l-ḥissi - μανθάνω
- μανθάνω (verb) Arist. Phys.
τίς γὰρ μανθάνει αὐτὸ τὸ ὂν εἰ μὴ τὸ ὅπερ ὄν εἶναι Arist. Phys. I 3, 187a8 = fa-innahū laysa aḥadun yafhamu min qawlinā l-mawǧūdu nafsuhū᾿ illā llaḏī huwa l-mawǧūdu - μανθάνω (verb) Nicom. Arithm.
- νοερός
- νοερός (adj.) Galen An. virt. νοερώτερος = yafʿalu ... l-fahma akṯara
ἔστι δ’ ἰσχύος μὲν ποιητικώτερον τὸ παχύτερον αἷμα καὶ θερμότερον, αἰσθητικώτερον δὲ καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον καὶ ψυχρότερον Galen An. virt. 51.18 = inna l-dama l-kaṯīra l-ġalīẓi l-kaṯīra l-ḥarārati yafʿalu l-quwwata wa-l-ǧalada akṯara, wa-l-dama l-akṯara laṭāfatani l-akṯara burūdatan yafʿalu l-ḥissa wa-l-fahma akṯara 24.10 - νοέω
- νοέω (verb) Arist. Cael.
- νοέω (verb) Arist. Cael.
- νοέω (verb) Arist. Cael. fahima wa-ʿaqala
- νοέω (gerund) Arist. Gener. anim. δεῖ νοῆσαι = nafhama wa naʿlama
- νοέω (gerund) Arist. Int. οὐκ ἔστι νοῆσαι = lā sabīl ilā fahmihi
- νοέω (gerund) Arist. Int. οὐκ ἔστι νοῆσαι = ...fahmihi
- νοέω (verb) Arist. Metaph.
- νοέω (verb) Galen An. virt.
- νοέω (verb) Galen An. virt.
ἐρωτητέον αὐτόν (sc. Ἀριστοτέλην) ... πότερον τὴν μορφὴν εἶδος εἰρῆσθαι πρὸς αὐτοῦ νοήσωμεν ... ἢ τὴν ἑτέραν ἀρχήν ... Galen An. virt. 37.8 = wa-yanbaġī ... an yusʾala (sc. Arisṭāṭālīs) ... a-yufhamu min hāḏā l-qawli annahū arāda l-ṣūrata ... am wāḥidan mina l-šayʾayni l-awwalayni 13.10 - νοέω (gerund) Galen An. virt. νοεῖν = fahima wa-ʿaqala
πότερον οὖν ὥσπερ τις τύραννος ὁ ποθεὶς οἶνος κελεύει τὴν ψυχὴν μήτε νοεῖν Galen An. virt. 70.17 = a-turā l-šarāba yaʾmuru l-nafsa iḏā šuriba amran qasran allā tafhama wa-lā taʿqila 37.5 - νοέω (verb) Galen An. virt. fahima wa-ʿaqala
- νοέω (gerund) Galen An. virt.
- νοέω (gerund) Galen In De off. med. νοῆσαι
- νοέω (verb) Galen Med. phil.
- νοέω (verb) Nicom. Arithm. an yufhama
- νοέω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita τὸ νοούμενον = al-fahmu
- νόημα
- νόημα (noun) Artem. Onirocr.
- νόησις
- νόησις (noun) Arist. Metaph.
- νομίζω
- νομίζω (verb) Arist. Cael.
- νομίζω (verb) Arist. Cael.
- ξύνεσις
- ξύνεσις (noun) Galen An. virt.
- ξυνετός
- ξυνετός (adj.) Galen An. virt. ξυνετώτερος = fahmuhum akṯaru
- ὁράω
- ὁράω (verb) Galen An. virt. fahima wa-ʿarafa
- ὁράω (verb) Nicom. Arithm.
- ὁράω (verb) Nicom. Arithm. yurā wa-yufhamu
- ὀρθῶς
- ὀρθῶς (adv.) Nicom. Arithm. fahman ṣaḥīḥan
- παρακούω
- παρακούω (gerund) Galen In De off. med. παρακοῦσαι = naġlaṭu...fa-lā nafhamuhu
- περιέχω
- περιέχω (verb) Artem. Onirocr. yufhamu minhu
- πυνθάνομαι
- πυνθάνομαι (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- συνεπινοέω
- συνεπινοέω (verb) Galen In De off. med. yafhamu...maʿa
- σύνεσις
- σύνεσις (noun) Arist. Eth. Nic.
- σύνεσις (noun) Galen An. virt.
αἴσθησιν καὶ μνήμην καὶ σύνεσιν ἑκάστην <τε> τῶν ἄλλων (sc. δυνάμεων) Galen An. virt. 34.24 = al-ḥissu wa-l-fikru wa-l-fahmu wa-sāʾiru l-quwā l-bāqiyati 11.11 - σύνεσις (noun) Galen An. virt.
- σύνεσις (noun) Galen An. virt.
- σύνεσις (noun) Galen An. virt.
- σύνεσις (noun) Galen An. virt.
- σύνεσις (noun) Galen An. virt.
- σύνεσις (noun) Galen An. virt.
καὶ γὰρ καὶ ταῦτ' ἂν εἴη τῇ συνέσει καὶ παιδείᾳ τῶν ἀνδρῶν ἀκόλουθα Galen An. virt. 66.17 = wa-hāḏā la-ʿamrī tābiʿun li-fahmi hāʾulāʾi l-qawmi wa-ādābihim 34.13 - συνεσις Them. In De an.
- συνεσις Them. In De an.
- συνετός
- συνετός (adj.) Galen An. virt. συνετώτερος = akṯaru fahman
καὶ τῶν ἀναίμων ἔνια συνετωτέραν ἔχει τὴν ψυχὴν ἐνίων ἐναίμων Galen An. virt. 52.20 = qad naǧidu baʿḍa l-ḥayawāni l-ʿadīmi l-dami lahū nafsun akṯaru fahman min baʿḍi l-ḥayawāni ḏawāti l-dami 25.5 - συνετός (act. part.) Galen An. virt.
συνετώτεροι καὶ μνημονικώτεροι γενόμενοι Galen An. virt. 67.12 = fa-yazdādūna fahman wa-ḏikran 35.4 - συνετός (adj.) Galen An. virt. ḏū fahmin
- συνίημι
- συνίημι (gerund) Arist. An. post. τῷ ξυνίεναι = bi-an yafhamahā
- συνίημι (act. part.) Arist. Eth. Nic. ὁ συνείς = ḏū l-fahmi
- συνίημι (act. part.) Arist. Eth. Nic. τοὺς συνιέντας = ʿalā ḏawī l-fahmi
προτρέπονται τοὺς συνιέντας ζῆν κατ' αὐτούς Arist. Eth. Nic. X 1, 1172b6 = yušīrūna ʿalā ḏawī l-fahmi an yudabbirū hayātahum bihā 531.2 - συνίημι (verb) Arist. Eth. Nic.
οὐ γὰρ ἂν ἀκούσειε λόγου ἀποτρέποντος οὐδ' αὖ συνείη ὁ κατὰ πάθος ζῶν Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b27 = fa-inna llaḏī yaʿīšu bi-l-infiʿāli lā yasmaʿu qawlan yaruddu ʿan šayʾin wa-lā yafhamuhu 573.2 - συνίημι (verb) Galen Med. phil.
- συννοέω
- συννοέω (verb) Arist. Cael.
- συνοράω
- συνοράω (verb) Artem. Onirocr.
- ὑπολαμβάνω
- ὑπολαμβάνω (verb) Arist. Cael.
- φρόνησις
- φρόνησις (noun) Arist. Eth. Nic.
λόγος ὢν ἀπό τινος φρονήσεως καὶ νοῦ Arist. Eth. Nic. X 9, 1180a22 = kāna qawlan min ʿaqlin mā wa-fahmin 573.3 - φρόνησις (noun) Arist. Eth. Nic.
- φρόνησις (noun) Galen An. virt.
- φρόνησις (noun) Galen An. virt.
- φρόνιμος
- φρόνιμος (adj.) Arist. Phys.
- φρόνιμος (adj.) Galen An. virt. φρονιμώτερος = akṯaru fahman
διὸ καὶ μέλιτται ... φρονιμώτερα τὴν φύσιν ἐστίν Galen An. virt. 51.21 = wa-min aǧli ḏālika ṣārati l-zanābīru ... akṯara fahman bi-l-ṭabʿi 24.12