Lookup cumulative lexical entry: قام
- ἀνίστημι
- ἀνίστημι (act. part.) Arist. Cat.
- ἀνίστημι (verb) Arist. Gener. anim.
- ἀνίστημι (verb) Artem. Onirocr. ἀνίσταμαι
- ἀνίστημι (act. part.) Hippocr. Diaet. acut. ἀναστάς
- ἀντίχθων
- ἀντίχθων (noun) Ps.-Plut. Placita mā yaqūmu maqāma l-arḍi
- ἀντροειδής
- ἀντροειδής (adj.) Ps.-Plut. Placita αἱ ἀντροειδεῖς κοιλότηται = al-mawāḍiʿu l-muqaʿʿaratu llatī taqūmu maqāma l-kuhūfi wa-l-maġāyiri
- αὐτός
- αὐτός (noun) Diosc. Mat. med. τὰ αὐτά... ποιεῖ = yaqūmu maqāmu hāḏā
- δίκην
- δίκην (adv.) Ps.-Plut. Placita mā yaqūmu fīhā maqāman
- εἰμί
- εἰμί (gerund) Alex. qu. I 2 [Color] τῶν ἐν ἄλλοις εἶναι πεφυκότων = al-ašyāʾu l-maḥmūlatu llatī lā taqūmu bi-ḏātiha bal fī šayʾin āḫara
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr. taqūmu...maqāman
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr. taqūmu maqāman
- εννοεω
- ἐπέχω
- ἐπέχω (verb) Ps.-Plut. Placita τάξιν ἐπέχειν = yaqūmu maqāman
- ἐπιμένω
- ἐπιμένω (verb) Arist. Cael.
- ἐπιμένω (verb) Arist. Cael.
- ἔχω
- ἔχω (verb) Ps.-Plut. Placita τάξιν ἔχειν = yaqūmu maqāman
- ἵστημι
- ἵστημι (verb) Arist. Cael. waqafa wa-qāma
- ἵστημι (verb) Arist. Cael.
- ἵστημι (verb) Arist. Cael.
- ἵστημι (verb) Arist. Cael.
- ἵστημι (verb) Arist. Cael.
- ἵστημι (gerund) Arist. Cat. ἑστάναι
- ἵστημι (pass. part.) Eucl. El. σταθεῖσα
- ἵστημι (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ἕστηκεν
- ἵστημι (act. part.) Hippocr. Off. med. ἑστεῶτα
- κατοπτρικός
- κατοπτρικός (adj.) Ps.-Plut. Placita ἡ κατοπτρικὴ φαντασία = taḫayyulun yaqūmu maqāma taḫayyulāti l-marāyā
- οἱονεί
- οἱονεί (conjunction) Ps.-Plut. Placita yaqūmu maqāman
- παρέχω
- παρέχω (verb) Artem. Onirocr. taqūmu maqāman
- παρέχω (verb) Artem. Onirocr. fa-qāma maqāman
- συμβαίνω
- συμβαίνω (verb) Ps.-Plut. Placita yaqūmu maqāman
- συνίστημι
- συνίστημι (verb) Porph. Isag.
- σωτηρία
- σωτηρία (noun) Arist. Rhet. hend.; ḫalaṣa wa-qāma
- ὑπάρχω
- ὑπάρχω (verb) Ps.-Plut. Placita yaqūmu lahā maqāman