Lookup cumulative lexical entry: قتال

  1. διαμάχομαι
  2. θανάσιμος
  3. θανατώδης
  4. μάχη
    • μάχη (noun) Arist. Gener. anim. ἐκ τῆς διαβολῆς ἡ λοιδορία, ἐκ ταύτης ἡ μάχη = al-qitālu yakūnu min al-maḥli wa-l-namīmati wa-l-ṣaḫabi
  5. μάχιμος
  6. μάχομαι
  7. ὀλέθριος
  8. ὅπλον
  9. πολέμιος
  10. πόλεμος
  11. ταραχή
  12. φάρμακον
  13. φθαρτικός
  14. φιλοπόλεμος
    • φιλοπόλεμος (adj.) Galen An. virt. muḥibbun li-l-qitāli
      ἅτε οὖν φιλοπόλεμός τε καὶ φιλόσοφος ἡ θεὸς οὖσα Galen An. virt. 65.10 = li-anna llāha laysa bi-muḥibbin li-l-qitāli ḥakīmun 33.16
The database query could not be executed.