Lookup cumulative lexical entry: قطّع
- α-privativum
- α-privativum Diosc. Mat. med. ἀτόκιος εἶναι = yaqṭaʿu l-ḥabala
- ἀμβλύνω
- ἀμβλύνω (act. part.) Diosc. Mat. med. ἀμβλυνούσα τὴν τῶν ἱδρώτων δυσωδίαν = qaṯʿu natni l-ʿaraqi
- ἀνείργω
- ἀνείργω (verb) Galen In De off. med.
- ἀπολύω
- ἀπολύω (verb) Arist. Cael.
- ἀποτέμνω
- ἀποτέμνω (verb) Hippocr. Superf. ἀποτάμνω
- ἀποτέμνω (gerund) Hippocr. Superf. ἀποτάμνειν
- ἀποτέμνω (gerund) Hippocr. Superf. ἀποτάμνειν
- ἀποτέμνω (gerund) Hippocr. Superf. ἀποτάμνειν
- ἀποτομή
- ἀποτομή (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἀποτομή (noun) Ps.-Plut. Placita ἀποτομή τῆς γῆς = qiṭʿun min tilka l-quṭūʿi min quṭuʿi l-arḍi
- ἀφαιρέω
- ἀφαιρέω (verb) Artem. Onirocr. ἀφαιροῦμαι = fa-quṭiʿa
- ἀφαιρέω (verb) Artem. Onirocr. ἀφαιροῦμαι
- διαιρετικός
- διαιρετικός (adj.) Arist. Cael. yuqaṭṭiʿ wa-yufaṣṣil
- διαιρέω
- διαιρέω (verb) Arist. Cael. qaṭṭaʿa wa-faṣṣala
- διαιρέω (verb) Arist. Part. anim.
- διαιρέω (verb) Arist. Part. anim.
- διαιρέω (verb) Arist. Part. anim. qaṭʿun wa-taǧzīʿun
- διακόπτω
- διακόπτω (verb) Artem. Onirocr.
- διατέμνω
- διατέμνω (pass. part.) Galen In De off. med. διατετμημένου = bi-qaṭʿinā
- δίειμι
- δίειμι (verb) Arist. Cael. δίεισιν = yaqṭaʿu buʿdan
τὸ πεπερασμένον βάρος ἅπασαν πεπερασμένον δίεισν ἔν τινι χρόνῳ πεπερασμένῳ Arist. Cael. I 6, 274a3 = inna l-ṯiqla ḏā l-nihāyati yaqṭaʿu kulla buʿdin ḏī nihāyatin fī zamānin ḏī nihāyatin versio B 163.11 - δίειμι (verb) Arist. Cael.
- δίειμι (verb) Arist. Phys. οὐκ ἂν διίοι = wa-lā an yaqṭaʿa
- δίειμι (verb) Arist. Phys.
- δίειμι (verb) Arist. Phys. qaṭaʿa l-masāfata
- δίειμι (verb) Arist. Phys. διῄει = qaṭaʿa l-masāfata
ὥστ᾿ εἰ μὲν ὕστερον διεληλύθει (sc. τὴν Α τὸ Ω) ἢ διῄει, διαιρετὴ ἂν εἴη (sc. ἡ κίνησις) (ὅτε γὰρ διῄει ... Arist. Phys. VI 1, 232a2-3 = fa-wāǧibun, in kāna l-mutaḥarriku innamā yakūnu qad qaṭaʿa l-masāfata min baʿdu, iyyāhā (sc. al-ḥaraka) an takūna munqasimatan, wa-ḏālika annahu fī waqti sulūkihī tilka l-masāfata ... qad qaṭaʿahā - δίειμι (verb) Arist. Phys. an yakūna qaṭʿuhū
- δίειμι (verb) Arist. Phys.
- δίειμι (verb) Arist. Phys. δίεισι = yakūnu qaṭʿu
- δίειμι (verb) Arist. Phys.
- διειρέω
- διειρέω (gerund) Hippocr. Superf. διελεῖν
- διειρέω (act. part.) Hippocr. Superf. διελών
- διεξέρχομαι
- διεξέρχομαι (gerund) Arist. An. post. οὐκ ἔστι διεξελθεῖν = fa-lā sabīla ilā an taqṭaʿa
- διέρχομαι
- διέρχομαι (gerund) Arist. An. post. μὴ ἐγχωρεῖ διελθεῖν = ġayra mumkinin an yaqṭaʿa
- διέρχομαι (gerund) Arist. Cael. διελθεῖν
εἰ οὖν τὸ μὲν ἄπειρον μὴ ἔστι διελθεῖν Arist. Cael. I 5, 272a3 = in kāna lā yumkinu an yuqṭaʿu l-buʿdu llaḏī lā nihāyata lahū versio B 150.12 - διέρχομαι (verb) Arist. Cael.
- διέρχομαι (verb) Arist. Cael.
- διέρχομαι (verb) Arist. Cael.
- διέρχομαι (verb) Arist. Cael.
- διέρχομαι (verb) Arist. Cael.
- διέρχομαι (verb) Arist. Phys.
- διέρχομαι (verb) Arist. Phys.
- διέρχομαι (verb) Arist. Phys. τὴν ... Α διελήλυθεν = qad qaṭaʿa l-masāfata A
- ἐκτέμνω
- ἐκτέμνω (verb) Artem. Onirocr. ἐκτέμνομαι = al-farāġu wa-qaṭʿihi
- ἐκτομή
- ἐκτομή (noun) Artem. Onirocr. al-farāġu...wa-qaṭʿuhu
- ἐμποδίζω
- ἐμποδίζω (verb) Arist. Phys. ἂν μή τι ἐμποδίσῃ = mā lam yaqṭaʿhā ʿanhu qāṭiʿun
- ἐπέχω
- ἐπέχω (gerund) Diosc. Mat. med. δύναται... ἐπέχειν = yaqṭaʿu... wa-yusakkinuhū
δύναται... αἱμορραγίαν τε πᾶσαν καὶ τὴν ἐκ μηνίγγων ἐπέχειν Diosc. Mat. med. I, 62.8-11 = wa-yaqṭaʿu nazfa l-dami min ayy mawḍiʿin kāna wa-l-nazfa llaḏī min ḥuǧubi l-dimāġi wa yusakkinu al-Ḥāwī 21, 314.2-3 - ἵστημι
- ἵστημι (verb) Diosc. Mat. med. ʿaqala... wa-qaṭaʿa
κοιλίαν ἵστησι καὶ αἵματος ἀναγωγήν Diosc. Mat. med. I, 27.3 = ʿaqala l-baṭna wa-qaṭaʿa l-dama Dubler/Terés II, 30.10 - ἴσχαιμος
- ἴσχαιμος (adj.) Diosc. Mat. med. ἔστι... ἴσχαιμα = yaqṭaʿu l-dama
- καίω
- καίω (verb) Arist. Cael.
- καίω (verb) Arist. Cael.
- κατακόπτω
- κατακόπτω (verb) Artem. Onirocr.
- κατακόπτω (verb) Artem. Onirocr. yaqṭaʿūnahā
- κινέω
- κινέω (gerund) Arist. Cael. κινεῖσθαι
- κινέω (gerund) Arist. Cael. κινεῖσθαι
- κινέω (gerund) Arist. Cael. κινεῖσθαι
- παύω
- παύω (gerund) Galen In De off. med. παύεσθαι = taqṭaʿahu
- περιτέμνω
- περιτέμνω (verb) Artem. Onirocr. yaqṭaʿu bi-l-sikkīni
- στέλλω
- στέλλω (verb) Diosc. Mat. med. qaṭaʿa... wa-yuǧaffifu
τὰς ἐκ μήτρας ῥύσεις... καὶ ἰχῶρας στέλλουσι Diosc. Mat. med. I, 12.13 = qaṭaʿa l-nazfa wa-yuǧaffifu l-ruṭūbāti l-sāʾilati mina l-furūǧi Dubler/Terés II, 16.21 - στέλλω (verb) Diosc. Mat. med.
- σχίζω
- σχίζω (verb) Diosc. Mat. med. iḏā šuqqiqa... wa-quṭiʿa
- τέμνω
- τέμνω (verb) Arist. Cael.
- τέμνω (verb) Arist. Cael.
- τέμνω (verb) Arist. Cael.
- τέμνω (verb) Arist. Cael.
- τέμνω (verb) Arist. Cael.
- τέμνω (pass. part.) Arist. Eth. Nic. τεμνόμενος = iḏā kāna yuqṭaʿu
- τέμνω (act. part.) Arist. Gener. anim. τὸ τέμνον
- τέμνω (verb) Arist. Metaph.
- τέμνω (verb) Artem. Onirocr.
- τέμνω (verb) Artem. Onirocr.
- τέμνω (verb) Eucl. El.
- τέμνω (pass. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. τετμημένοι
- τέμνω (gerund) Ps.-Arist. Div.
- τέμνω (verb) Ps.-Plut. Placita
- τεμνω Them. In De an.
- τεμνω Them. In De an.
- τεμνω Them. In De an.
- τεμνω Them. In De an.
- τμητός
- τμητός (adj.) Arist. Metaph. τό τμητικὸν πρὸς τὸ τμητόν = al-qāṭiʿu ilā allaḏī yuqṭaʿu
- τμητός (adj.) Arist. Meteor.
- τομή
- τομή (noun) Arist. An. post. ἡ τομὴ = al-qaṭʿu
- τομή (noun) Artem. Onirocr.
- τομή (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- τομη Them. In De an.
- ὑλοτομικός
- ὑλοτομικός (adj.) Ps.-Arist. Div. qaṭʿu l-ḫašabi mina l-ġābi wa-l-ġiyāḍi
- φέρω
- φέρω (verb) Arist. Phys. ἐνηνέχθω
- φλεβοτομέω
- φλεβοτομέω (verb) Hippocr. Superf. yuqṭaʿu l-ʿirqu
- φλεβοτομέω (verb) Hippocr. Superf. yuqṭaʿu l-ʿirqu