Lookup cumulative lexical entry: كمّد
- ἀμαυρός
- ἀμαυρός (adj.) Ps.-Plut. Placita ἀμαυροτέρος
- ἀπόζεμα
- ἀπόζεμα (noun) Diosc. Mat. med. τὸ ἀπόζεμα δὲ αὐτῶν = iḏā suliqa wa-yukammadu bi-māʾihī
- πελιδνόομαι
- πελιδνόομαι (verb) Galen An. virt. kamida lawnuhū
καταψύχεται δὲ καὶ πελιδνοῦται (sc. τὸ ζῷον) ... κατὰ τὰς τοῦ ἀέρος ἐπικρατήσεις Galen An. virt. 45.17 = kāna l-hawāʾu barada burūdatan mufriṭatan wa-kamida lawnuhū (sc. al-ḥayawāni) 19.16 - πελιδνός
- πελιδνός (adj.) Hippocr. Progn.
- πελιός
- πελιός (adj.) Hippocr. Progn.
- πυρία
- πυρία (noun) Diosc. Mat. med.
- πυρίαμα
- πυρίαμα (noun) Hippocr. Superf. πυρίημα = ašyāʾun tukammidu bihā
- πυριάω
- πυριάω (verb) Hippocr. Superf.
- πυριάω (verb) Hippocr. Superf.
- πυριάω (act. part.) Hippocr. Superf. πυριήσαντα
- πυριάω (verb) Hippocr. Superf.
- πυριάω (verb) Hippocr. Superf.
- πυρίημα
- πυρίημα (noun) Hippocr. Superf. ašyāʾun tukammidu bihā