Lookup cumulative lexical entry: مجسّم
- ἀσώματος
- ἀσώματος (adj.) Galen An. virt. ḏū ġayri muǧassamin
ἐάν γε μή τις αὐτὴν (sc. τὴν ψυχὴν) ὑπόθηται ... ἀσώματον ὑπάρχειν Galen An. virt. 46.22 = matā lam yaǧʿalhā (sc. al-nafsa) l-insānu ḏātan ġayra muǧassamatin 20.16 - στερεομετρία
- στερεομετρία (noun) Arist. An. post. πρὸς στερεομετρίαν = ʿinda ʿilmi l-muǧassimāti
- στερεός
- στερεός (adj.) Arist. Metaph.
- στερεός (adj.) Erat. Cub. dupl. τὸ στερεόν
- στερεός (adj.) Erat. Cub. dupl. τὸ στερεόν
τίνα ἄν τις τρόπον τὸ δοθὲν στερεὸν ... ἐν τῷ αὐτῷ σχήματι διπλασιάσειεν Erat. Cub. dupl. 88.14 = wa-qad [kāna l-muhandisūna] yaṭlubūna waǧhan [yaʿmalūna] muǧassaman yakūna ḍiʿfa muǧassamin maʿlūmin 151.11 - στερεός (adj.) Erat. Cub. dupl. τὸ στερεόν
- στερεός (adj.) Nicom. Arithm.
- στερεός (adj.) Nicom. Arithm.
- στερεός (adj.) Nicom. Arithm.
- στερεός (adj.) Nicom. Arithm. γωνίας στερεάς = zawāyātun muǧassamatun
- στερεός (adj.) Nicom. Arithm. τὰ στερεά σχήματα = mina l-muǧassamāti
- στερεός (adj.) Nicom. Arithm. στερεός ἀριθμός = aškalu l-muǧassamatu
- στερεός (adj.) Nicom. Arithm. στερεοῦ ἀριθμοῦ = al-ʿadādu l-muǧassamatu
- στερεός (adj.) Nicom. Arithm. ὁ στερεὸς ἀριθμὸς = al-ʿadādu l-muǧassamatu
- σφηκίσκος
- σφηκίσκος (noun) Nicom. Arithm. al-muǧassamātu l-muḥṣiratu
- σῶμα
- σῶμα (noun) Nicom. Arithm. οὐ σῶμα
- σῶμα (noun) Nicom. Arithm. οὐ σῶμα = laysa bi-muǧassamin
- σωματικός
- σωματικός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- σωματοειδής
- σωματοειδής (adj.) Ps.-Plut. Placita
- τυγχάνω
- τυγχάνω (verb) Nicom. Arithm. πλεόνων τέτευχε = muǧassamun lahu akṯaru min