Lookup cumulative lexical entry: مجنون
- ἐπιλημπτικός
- ἐπιλημπτικός (noun) Diosc. Mat. med. allaḏūna yuṣdaʿūna wa-l-maǧānīnu
- μαίνομαι
- μαίνομαι (pass. part.) Artem. Onirocr. μαινόμενος
- μαίνομαι (pass. part.) Artem. Onirocr. μαινόμενος
- μαίνομαι (pass. part.) Artem. Onirocr. μαινόμενος
- μαίνομαι (pass. part.) Galen An. virt. μαινόμενος = ṣāra ka-l-maǧnūni
ὃ δ' ἐπεὶ φρένας ἄασεν οἴνῳ, μαινόμενος κάκ' ἔρεξε Galen An. virt. 40.15 = fāraqahū bi-sababihā ʿaqluhū, fa-ṣāra ka-l-maǧnūni wa-faʿala afʿālan radīʾatan 16.2 - μανία
- μανία (noun) Artem. Onirocr.