Lookup cumulative lexical entry: مساحة
- γεωμετρία
- γεωμετρία (noun) Arist. Metaph. ʿilmu l-misāḥati
- γεωμετρία (noun) Arist. Metaph.
- γεωμετρία (noun) Galen An. virt.
- γεωμετρικός
- γεωμετρικός (adj.) Arist. Eth. Nic. οἱ γεωμετρικοί = allaḏīna yastaʿmilūna l-misāḥata
γεωμετρικοὶ γίνονται οἱ χαίροντες τῷ γεωμετρεῖν Arist. Eth. Nic. X 5, 1175a32 = allaḏīna yastaʿmilūna l-misāḥata wa-yafraḥūna bi-an yamsaḥū 547.9 - γεωμετρικός (adj.) Arist. Gener. anim. ʿilmu l-misāḥati
- γεωμετρικός (adj.) Ps.-Arist. Div.
- κατέχω
- κατέχω (verb) Aelian. Tact. καθέξουσι = kānat misāḥatu mawḍiʿihum
- μαθηματικός
- μαθηματικός (noun) Arist. Cael. αἱ μαθηματικαί ἐπιστῆμαι = ʿilmu aṣḥābi l-misāḥati
- μαθηματικός (noun) Arist. Cael. οἱ μαθηματικοί = aṣḥābu l-misāḥati
- μέγεθος
- μέγεθος (noun) Nicom. Arithm. ἀπὸ πλήθους...ἀπὸ μεγέθους = min ǧihati kammiyyatihi...min ǧihati misāḥatihi
- μέτρον
- μέτρον (noun) Arist. Metaph.
- πηλίκος
- πηλίκος (adj.) Nicom. Arithm. τοῦ πηλίκου
- πηλικότης
- πηλικότης (noun) Nicom. Arithm. fa-bi-l-misāḥati