Lookup cumulative lexical entry: مكروه

  1. ἄπικρος
  2. ἀποτρεπτικός
    • ἀποτρεπτικός (adj.) Galen An. virt. ἀποτρεπτικός καὶ τραχύς = makrūhun mahrūbun minhu
      οἱ διαστρέφεσθαι λέγοντες ἡμᾶς ὑπό τε τῆς ἡδονῆς καὶ τοῦ ἄλγους ... τοῦ δ' ἀποτρεπτικοῦ τε καὶ τραχέος ὄντος Galen An. virt. 77.4 = wa-llaḏīna yaqūlūna inna ārāʾanā tazīġu min qibali l-laḏḏati wa-l-aḏā ... wa-l-aḏā makrūhun mahrūbun minhu 41.20
  3. βίαιος
  4. βλάπτω
  5. οὐλόμενος
The database query could not be executed.