Lookup cumulative lexical entry: مكروه
- ἄπικρος
- ἄπικρος (adj.) Ps.-Arist. Virt. ʿādātun makrūhatun
- ἀποτρεπτικός
- ἀποτρεπτικός (adj.) Galen An. virt. ἀποτρεπτικός καὶ τραχύς = makrūhun mahrūbun minhu
οἱ διαστρέφεσθαι λέγοντες ἡμᾶς ὑπό τε τῆς ἡδονῆς καὶ τοῦ ἄλγους ... τοῦ δ' ἀποτρεπτικοῦ τε καὶ τραχέος ὄντος Galen An. virt. 77.4 = wa-llaḏīna yaqūlūna inna ārāʾanā tazīġu min qibali l-laḏḏati wa-l-aḏā ... wa-l-aḏā makrūhun mahrūbun minhu 41.20 - βίαιος
- βίαιος (adj.) Ps.-Plut. Placita
- βλάπτω
- βλάπτω (gerund) Ps.-Arist. Div.
- βλάπτω (gerund) Ps.-Arist. Div. μήτε βλάψαι = wa lā makrūha
- οὐλόμενος
- οὐλόμενος (adj.) Ps.-Plut. Placita