Lookup cumulative lexical entry: جفّ
- ἀναξηραίνω
- ἀναξηραίνω (gerund) Hippocr. Aer. ἀναξηραίνεσθαι = taǧiffa wa-taybasa
- ἀποξηραίνω
- ἀποξηραίνω (verb) Hippocr. Aer. ἀποξηραίνονται
- διαψύχω
- διαψύχω (verb) Ps.-Plut. Placita διαψύχομαι = ǧaffa wa-barada
ὅταν διαψυχθῇ τὸ σπέρμα καὶ τὸ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὸ τῆς γυναικός, ἀνόμοια γίνεσθαι τὰ παιδία Ps.-Plut. Placita 423a14 = wa-ḏālika annahū iḏā ǧaffa minā l-raǧuli wa-l-marʾati wa-barada kāna awlāduhum lā yušbihūnahum 68.4 - κατάξηρος
- κατάξηρος (adj.) Diosc. Mat. med. κατάξηρα... γενήται
- ξηραίνω
- ξηραίνω (pass. part.) Arist. Gener. anim.
- ξηραίνω (verb) Arist. Meteor. ξηραίνομαι
ξηραίνεται δὲ πάντα ἢ θερμαινόμενα ἢ ψυχόμενα Arist. Meteor. IV 5, 382b16 = wa-l-ašyāʾu l-raṭbatu taǧiffu immā li-bardin wa-immā li-suḫūnatin 1153 - ξηραίνω (pass. part.) Arist. Meteor. ξηραινόμενος
- ξηραίνω (pass. part.) Diosc. Mat. med. ξηραινόμενον = iḏā ǧaffat
- ξηραίνω (verb) Diosc. Mat. med.
- ξηραίνω (pass. part.) Galen An. virt. ξηραινόμενος
καὶ πήγνυται οὐχ ὑπὸ θερμοῦ ἀλλʼ ὑπὸ ψυχροῦ ξηραινόμενον Galen An. virt. 54.3 = wa-ǧamada lā li-annahū yaǧiffu bi-l-ḥarārati bal li-annahū yaǧiffu bi-l-burūdati 25.23-24 - ξηραίνω (verb) Ps.-Plut. Placita ξηραίνομαι = ǧaffa wa-baṭala
ἀμοιροῦντα δὲ ξηραίνεται (sc. τὰ φυτά) Ps.-Plut. Placita 276a19 = in ʿudimati l-ruṭūbatu ǧaffa wa-baṭala (sc. al-nabātu) 3.20* - ξηραινω Them. In De an.
- ξηραινω Them. In De an.
- ξηρασία
- ξηρασία (noun) Diosc. Mat. med.
- ξηρός
- ξηρός (adj.) Arist. Meteor.
διὸ ὑγρὰ πρῶτον, εἶτα ξηρὰ τέλος γίγνεται τὰ σηπόμενα Arist. Meteor. IV 1, 379a9 = wa-l-akwānu l-fāsidatu takūnu awwalan raṭbatan ṯumma taǧiffu aḫīran 1090 - ξηρός (adj.) Arist. Meteor.