Lookup cumulative lexical entry: جفّف
- ἀναξηραίνω
- ἀναξηραίνω (verb) Ps.-Plut. Placita
- καταξηραίνω
- καταξηραίνω (pass. part.) Arist. Gener. anim.
- ξηραίνω
- ξηραίνω (pass. part.) Diosc. Mat. med. ξηραντείς = in ǧuffifa wa-stuʿmila
- ξηραίνω (pass. part.) Diosc. Mat. med. ξηραινόμενος
- ξηραίνω (pass. part.) Diosc. Mat. med. ξηρανθεῖσαι = baʿda an yuǧaffafa
- ξηραίνω (act. part.) Diosc. Mat. med. ξηράναντες = ṯumma ǧaffif
- ξηραίνω (pass. part.) Diosc. Mat. med. ξηρανθέντα
- ξηραίνω (verb) Galen An. virt.
- ξηραίνω (gerund) Galen An. virt. τὸ ξηραίνειν
οὕτω δὲ καὶ τὸ ξηραίνειν ... δύνασθαι ταὐτὸν σημαίνει τῷ δύναμιν ἔχειν ... ξηραντικήν Galen An. virt. 34.15 = wa-ka-ḏālika ayḍan qawlunā innahū yumkinuhū [an] yuǧaffifa ... yadullu ʿalā l-šayʾi llaḏī yadullu ʿalayhi qawlunā inna lahū quwwatan muǧaffifatan 11.5 - ξηραίνω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ξηραντικός
- ξηραντικός (adj.) Galen Simpl. medic.
ἡ ... ξηραντικὴ καὶ μετρίως στύφουσα Galen Simpl. med. XI, 819.3 = yuǧaffifu wa-yaqbaḍu qabḍan muʿtadilan Ibn al-Bayṭār Ǧāmiʿ I, 75.27 - ξηραντικός (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
- ξήρος
- ξηρός (act. part.) Diosc. Mat. med. ξηρὰ κοπέντα
- ξήρος (adj.) Hippocr. Superf. ξηρὴν ποιέειν
- ποιέω
- ποιέω (verb) Hippocr. Superf. ξηρὴν ποιέειν
- προταριχεύω
- προταριχεύω (act. part.) Hippocr. Diaet. acut. προταριχεύσας
- στέλλω
- στέλλω (verb) Diosc. Mat. med. qaṭaʿa... wa-yuǧaffifu
τὰς ἐκ μήτρας ῥύσεις... καὶ ἰχῶρας στέλλουσι Diosc. Mat. med. I, 12.13 = qaṭaʿa l-nazfa wa-yuǧaffifu l-ruṭūbāti l-sāʾilati mina l-furūǧi Dubler/Terés II, 16.21 - ψύχω
- ψύχω (act. part.) Diosc. Mat. med. ψύξας = ǧaffifhu