Lookup cumulative lexical entry: حافظ
- ἀρκτοῦρος
- ἀρκτοῦρος (noun) Hippocr. Aer. ḥāfiẓu l-dubbi
- διαφυλάσσω
- διαφυλάσσω (gerund) Ps.-Arist. Virt. τὸ διαφυλάττειν
- μιμνῄσκω
- μιμνῄσκω (verb) Artem. Onirocr. μιμνῄσκομαι = kāna ḥāfiẓan
- μιμνῄσκω (verb) Artem. Onirocr. μιμνῄσκομαι
- οἰκούρος
- οἰκούρος (adj.) Artem. Onirocr. wa-l-ḥāfiẓatu li-l-manzili
- πινοφύλαξ
- πινοφύλαξ (noun) Arist. Hist. anim. wa-fī haḏā l-ṣinfi ḥayawānun ṣaġīrun yuqālu innahu ḥāfiẓun lahā
- σωζω
- φυλακή
- φυλακή (noun) Artem. Onirocr.
- φυλακτικός
- φυλακτικός (adj.) Diosc. Mat. med. ḥāfiẓatun li- c. gen.
- φύλαξ
- φύλαξ (noun) Artem. Onirocr.
- φυλάσσω
- φυλάσσω (act. part.) Alex. An. mant. [Lib. arb.] φυλάττοντα
- φυλάσσω (gerund) Hippocr. Diaet. acut. φυλάσσεσθαι
- φυλάττω
- φυλάττω (act. part.) Galen An. virt. φυλάττων