Lookup cumulative lexical entry: ذهن
- γνώμη
- διάνοια
- διάνοια (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.] al-fikratu wa-l-ḏihnu
- διάνοια (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.] al-fikratu wa-l-ḏihnu
- διάνοια (noun) Arist. An. post. περὶ τὴν διάνοιαν = fī-l-ḏihni
- διάνοια (noun) Arist. An. post. ἀπὸ διανοίας = bi-l-rawiyati wa-l-ḏihni
- διάνοια (noun) Arist. Int.
- διάνοια (noun) Arist. Int. ἵστησι...τὴν δοιάνοιαν = yaqifu bi-ḏihnihi ʿalayhi
- διάνοια (noun) Arist. Int. ἵστησι...τὴν διάνοιαν = bi-ḏihnihi
- διάνοια (noun) Arist. Phys. ἀνθρωπίνη διάνοια = ḏihnu l-insāni
ἄδηλος δὲ ἀνθρωπίνῃ διανοίᾳ ὡς θεῖόν τι οὖσα (sc. ἡ τύχη) Arist. Phys. II 4, 196b6 = illā annahū (sc. al-baḫtu) alṭafu min an yudrikahū ḏihnu l-insāni li-annahū amrun ilāhiyyun 116.10 - διάνοια (noun) Arist. Phys. τῷ ... ἀτενίζοντι τὴν διάνοιαν = li-man taʾammala bi-ḏihnihī
ἡ δ᾿ ἑτέρα μοῖρα τῆς ἐναντιώσεως πολλάκις ἂν φαντασθείη τῷ πρὸς τὸ κακοποιὸν αὐτῆς ἀτενίζοντι τὴν διάνοιαν οὐδ᾿ εἶναι τὸ παράπαν Arist. Phys. I 9, 192a16 = wa-ammā hāḏihi l-ṭabīʿatu l-uḫrā llatī hiya aḥadu ǧuzʾay l-muḍāddati fa-kaṯīran mā tuḫayyalu li-man taʾammala bi-ḏihnihī sūʾa fiʿlihā annahā laysati l-battata 74.1
- διδασκαλία
- επινοεω
- ἵστημι
- μνήμη
- νοέω
- νόησις
- παραφροσύνη
- σύνεσις
- φρήν
The database query could not be executed.