Lookup cumulative lexical entry: زاوية
- ἀγώνιος
- ἀγώνιος (adj.) Arist. Metaph. lā zāwiyatun
- ἀγώνιος (adj.) Arist. Phys. ʿadīmati l-zawayā
- ἀνεγείρω
- ἀνεγείρω (act. part.) Nicom. Arithm. ἀνεγειρόμεναι = ḫāriǧa min zawāyāhi fī l-sumki
- γωνία
- γωνία (noun) Aelian. Tact.
- γωνία (noun) Arist. An. post.
- γωνία (noun) Arist. Cael.
- γωνία (noun) Arist. Cael.
- γωνία (noun) Arist. Cael.
- γωνία (noun) Arist. Cael.
- γωνία (noun) Arist. Cael.
- γωνία (noun) Arist. Cael.
- γωνία (noun) Arist. Cael.
- γωνία (noun) Arist. Cael.
- γωνία (noun) Arist. Cael.
- γωνία (noun) Arist. Metaph.
- γωνία (noun) Eucl. El. τῇ δοθεῖσῃ γωνίαι εὐθύγραμμοι = zāwiyatun maʿlūmatun
- γωνία (noun) Eucl. El. ἐν τῂ δοθεῖσῃ γωνίαι εὐθύγραμμοι = li-zāwiyatin maʿlūmatin
- γωνία (noun) Eucl. El. ἣ περιεχομένη γωνία = al-zāwiyatu allatī yuwattiruhā
- γωνία (noun) Eucl. El.
- γωνία (noun) Eucl. El.
- γωνία (noun) Eucl. El. γωνίαν εὐθύγραμμον
- γωνία (noun) Nicom. Arithm. γωνίας στερεάς = zawāyātun muǧassamatun
- γωνία (noun) Nicom. Arithm. γωνιῶν ἐπιπέδων = zawāyātun musaṭṭaḥatun
- γωνία (noun) Nicom. Arithm. ἀπ' αὐτῶν τῶν γωνιῶν = min zawāyāhu
- γωνία (noun) Nicom. Arithm. ἀπὸ τῶν γωνιῶν = min zawāyā
- γωνία (noun) Ptol. Hypoth.
- γωνιόομαι
- γωνιόομαι (pass. part.) Arist. Phys. γεγωνιωμένον = ḏawatu zawāya
- διαγώνιος
- διαγώνιος (adj.) Nicom. Arithm. al-aʿdādu llatī min zāwiyatin...ilā zāwiyatin
- ἐγγώνιος
- ἐγγώνιος (adj.) Hippocr. Off. med. ʿalā zāwiyatayni
- εὐθύγραμμος
- εὐθύγραμμος (adj.) Eucl. El. τὴ δοθεῖσῃ γωνίαι εὐθύγραμμοι = zāwiyatun maʿlūmatun
- εὐθύγραμμος (adj.) Eucl. El. ἐν τῂ δοθεῖσῃ γωνίαι εὐθύγραμμοι = li-zāwiyatin maʿlūmatin
- εὐθύγραμμος (adj.) Eucl. El. γωνίαν εὐθύγραμμον
- ἰσογώνιος
- ἰσογώνιος (adj.) Arist. Metaph. zawāyatun mutasāwīyatun
- ὀρθός
- ὀρθός (adj.) Arist. An. post. δύο ὀρθὰς ἔχον = anna lahu zawāyā musāwiyatun li-qāʾimatayni
- ὀρθός (adj.) Arist. Gener. anim. τὸ τρίγωνον ἔχειν δυσὶν ὀρθαῖς ἴσας = al-ṯalāṯatu z-zawāyā allatī takūnu fī-l-muṯalliṯati musāwiyyatun li-zāwiyyatayni qāʾimatayni
- ὀρθός (adj.) Arist. Metaph. zāwiyatun qāʾimatun
- ὀρθός (adj.) Arist. Phys. ἡ ὀρθή = zāwiyatun qāʾimatun
- ὀρθός (adj.) Erat. Cub. dupl. ἡ ὀρθή (sc. γωνία) = zāwiyatun qāʾimatun
καὶ κείσθω ἐπί τινος εὐθείας τῆς ΕΘ πρὸς ὀρθὰς ἡ ΑΕ Erat. Cub. dupl. 92.1 = wa-naǧʿalu ḫaṭṭa ṬH qāʾiman ʿalā AH ʿalā zāwiyatin qāʾimatin 155.4 - ὀρθός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- ὀρθός (adj.) Ptol. Hypoth. ἡ μία ὀρθή = al-zāwiyatu l-qāʾimatu
- ὀρθός (noun) Ptol. Hypoth. ἡ μία ὀρθή = al-zāwiyatu l-qāʾimatu
- πλευρά
- πλευρά (noun) Nicom. Arithm.
- τετράγωνος
- τετράγωνος (adj.) Arist. Metaph. ḏū arbaʿi zawāyā
- τετράγωνος (noun) Eucl. El. saṭḥu murabbaʿu qāʾimu l-zawāyā
- τρίγωνον
- τρίγωνον (noun) Arist. Gener. anim. τὸ τρίγωνον ἔχειν δυσὶν ὀρθαῖς ἴσας = al-ṯalāṯatu z-zawāyā allatī takūnu fī-l-muṯalliṯati musāwiyyatun li-zāwiyyatayni qāʾimatayni
- τρίγωνος
- τρίγωνος (adj.) Arist. Metaph. ḏū ṯalāṯi zawāyā
- τρίγωνος (adj.) Arist. Phys. τὸ τρίγωνον = zawāyā l-muṯallaṯi
- τρίγωνος (noun) Eucl. El. τῶν λοιπῶν τοῦ τριγώνου = allaḏayni yuḥīṭāni bi-l-zāwiyati
- ὑπό