Lookup cumulative lexical entry: سهل
- γλαφυρός
- γλαφυρός (adj.) Nicom. Arithm.
- δύναμαι
- δύναμαι (gerund) Aelian. Tact. τοῦ δύνασθαι ... κρατοῦντα χρῆσθαι εὐμαρῶς = li-yashulu ... ḍabṭuhu wa-ḥarakatuhu
- ἐκπλήσσω
- ἐκπλήσσω (verb) Ps.-Arist. Virt. ἐκπλήττονται = yashulu istilāʾu l-ǧazaʿi
- ἐκταράσσω
- ἐκταράσσω (verb) Artem. Onirocr. wa-yusahhilu
- εὐανάγνωστος
- εὐανάγνωστος (adj.) Arist. Rhet. sem. amplif.; yashulu qirāʾatuhu
- εὐανάπνευστος
- εὐανάπνευστος (adj.) Arist. Rhet. sem. amplif.; yashulu l-tanaffusu
- εὐαρίθμητος
- εὐαρίθμητος (adj.) Hippocr. Diaet. acut. iḥṣāʾu ʿadadihā yashulu
- εὐαρίθμητος (adj.) Hippocr. Diaet. acut. iḥṣāʾu ʿadadihā yashalu
- εὐδιαίρετος
- εὐδιαίρετος (adj.) Arist. Phys. τὸ εὐδιαίρετον = sahlu l-tafarruqi
μᾶλλον δὲ τὸ μὴ εὐδιαίρετον Arist. Phys. IV 8, 215a31 = wa-akṯaru min ḏālika iḏā lam yakun sahla l-tafarruqi - ευεικτος
- εὐέκβατος
- εὐέκβατος (adj.) Hippocr. Diaet. acut. al-ḫurūǧu sahlan
- εὐέμβατος
- εὐέμβατος (adj.) Hippocr. Diaet. acut. al-duḫūlu sahlan
- εὐεπακολούθητος
- εὐεπακολούθητος (adj.) Arist. Rhet. μὴ εἶναι εὐεπακολούθητον = lā yashulu taʾlīfuhu wa-tawṣīluhu
- εὔθραυστος
- εὔθραυστος (adj.) Ps.-Plut. Placita sahlu l-tafattuti
- εὐθυπορέω
- εὐθυπορέω (verb) Arist. Gener. anim. ὅπως εὐθυπορῇ κίνεσις = likay takūnu ḥarakatun...sahlatun
- εὐκαταμάθητος
- εὐκαταμάθητος (adj.) Hippocr. Diaet. acut. maʿrifatun sahlatun
- εὐκίνητος
- εὐκίνητος (adj.) Arist. Cat. τὰ εὐκίνητα = ašyāʾu l-sahilati l-ḥarakati
- εὐκίνητος (adj.) Arist. Cat. οὐκ εὐκίνητον δοκεῖ εἶναι = laysa bi-sahlati l-ḥarakati
- εὐκίνητος (adj.) Ps.-Arist. Virt. εὐκίνητοι γίνονται = tashalu musāraʿatunā
- εὔκολος
- εὔκολος (adj.) Alex. An. mant. [Lib. arb.] πρὸς εὐκολωτέραν ἀνάληψιν συντελοῦσιν = yusahhilāni ʿalayhi naylin
- εὔκολος (adj.) Arist. Rhet. sem. amplif.; sahlatu aḫlāqihim
- εὔλυτος
- εὔλυτος (adj. comp.) Hippocr. Nat. hom. εὐλυτώτερος = inḥilāluhā sahlun
- εὐμαρής
- εὐμαρής (adv.) Aelian. Tact. τοῦ δύνασθαι ... κρατοῦντα χρῆσθαι εὐμαρῶς = li-yashulu ... ḍabṭuhu wa-ḥarakatuhu
- εὐμεθόδευτον
- εὐμεθόδευτον (noun) Ptol. Hypoth. li-yakūna l-ṭarīqu sahlan
- εὐμεθόδευτον (noun) Ptol. Hypoth. kāna l-ṭarīqu... sahlan
- εὐμετάβλητος
- εὐμετάβλητος (adj.) Arist. Rhet. τὰ εὐμετάβλητα = sem. amplif.; llatī yashulu taġyīruhā
- εὐμετάβολος
- εὐμετάβολος (adj.) Arist. Cat. sahlatu l-taġayyuri
- εὐμνημόνευτος
- εὐμνημόνευτος (adj.) Arist. Rhet. εὐμνημονευτότατος = sem. amplif.; yashulu ḥifẓuhu
- εὐμνημόνευτος (adj.) Arist. Rhet. εὐμνημονευτότερος = sem. amplif.; min llatī yashulu ḏikruhunna
- εὐοδέω
- εὐοδέω (verb) Arist. Gener. anim. ὅπου ἂν εὐοδήσῃ = ḥayṯu mā sahula ʿalayhi
- εὐπαρακολούθητος
- εὐπαρακολούθητος (adj.) Artem. Onirocr.
- ευπεθης
- εὐτοκέω
- εὐτοκέω (verb) Hippocr. Superf. sahlu wilādihi
- εὐτοκέω (verb) Hippocr. Superf. sahula wilāduhū
- εὐφόρος
- εὐφόρος (adj.) Hippocr. Aphor. εὐφόρως φέρουσιν = wa-sahula ḥtimāluhū
καὶ κενεαγγίη, ἣν μὲν οἷα δεῖ γίνεσθαι γίνηται, συμφέρει δὲ καὶ εὐφόρως φέρουσιν Hippocr. Aphor. I 2 = wa-kaḏālika ḫalāʾu l-ʿurūqi fa-innahā in ḫalat mina l-nawʿi llaḏī yanbaġī an yaḫluwa minhu, nafaʿa ḏālika wa-sahula ḥtimāluhū 1.9 - εὔφορος (adj.) Hippocr. Humor. εὐφόρως = sahula ḥtimālun
ἢν αἰσθάνωνται ... καὶ φέρωσιν ... εὐφόρως Hippocr. Humor. 4.21 = in kānū yuḥissūna … wa-yaḥtamilūna … wa-sahula ḥtimāluhum 9.2 - εὔφραστος
- εὔφραστος (adj.) Arist. Rhet. sem. amplif.; yashulu tafsīruhu
- καθαρτικός
- καθαρτικός (adj.) Galen In De off. med.
- καλός
- καλός (adj.) Hippocr. Alim. sahlan salisan
- λύω
- λύω (verb) Artem. Onirocr. λύομαι
- πρόχειρος
- πρόχειρος (adj.) Arist. Metaph. al-sahlu l-wuğūda
- προχειρότερος
- προχειρότερος (adj. comp.) Ptol. Hypoth. sahlan
- ῥᾴδιος
- ῥᾴδιος (adj.) Alex. An. mant. [Vis.] ῥᾴδιόν ἐστι (it is easy), c. inf. = sahula c. an
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. An. post. qad yashalu
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. An. post.
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. Metaph.
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. Phys. ρᾴδιον = bi-l-sahlati
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. Rhet. ῥᾴδιον
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. Rhet. ῥᾴδιον
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. Rhet. ῥᾴδιον
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. Rhet.
- ῥᾴδιος (adj.) Galen Med. phil. ῥᾷστον ἦν
- ῥᾴδιος (adj.) Galen Med. phil. ἐπινοῆσαι ῥᾴδιον = yashulu tawahhumahu tawahhuman
- ῥᾴδιος (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
- ῥᾳδιος (adj. comp.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ῥηιτέρην
- ῥᾴδιος (adj.) Nicom. Arithm.
- συνίστημι
- συνίστημι (act. part.) Hippocr. Aer. ξηνεστηκουσῶν = sahilatun raṭbatun raḫwatun