Lookup cumulative lexical entry: قبض
- κομίζω
- κομίζω (gerund) Arist. Phys.
κομίσασθαι τὸ ἀργύριον Arist. Phys. II 5, 197a15 = ḥattā qabaḍa mālan - λαμβάνω
- λαμβάνω (act. part.) Arist. An. post. λαβοῦσι = ʿindamā yaqbuḍūna
- λαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
- περιλαμβάνω
- περιλαμβάνω (act. part.) Hippocr. Superf. περιλαβών = iqbiḍ ʿalā
- πιέζω
- πιέζω (pass. part.) Galen An. virt. πιεζόμενος = yaqbiḍuhū wa-yaḍġaṭuhū
- πυκνόω
- πυκνόω (verb) Galen In De off. med. yuqabbiḍu wa-yuṣallibu
- ῥήγνυμι
- ῥήγνυμι (verb) Artem. Onirocr. qabaḍa ʿalā
- στοφή
- στοφή (noun) Artem. Onirocr. qabḍihi
- στυπτικός
- στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικωτέρος = ašaddu qabḍan
- στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικωτέρος = ašaddu qabḍan
- στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικώτεραι τυγχάνουσι = ašaddu qabḍan min
- στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικώτερος = ašaddu qabḍan
- στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικώτερος = aqwā wa-ašaddu qabḍan
- στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικώτερα τυγχάνουσι = ašaddu qabḍan min
- στύφω
- στύφω (verb) Diosc. Mat. med. μᾶλλον στύφει = ašaddu qabḍan
- στύφω (gerund) Diosc. Mat. med. δύναται... στύφειν = wa-kunduru yaqbiḍu
- στύφω (act. part.) Diosc. Mat. med. στύφουσα = qābiḍun qabḍan
- στύφω (verb) Diosc. Mat. med.
- στύφω (act. part.) Galen Simpl. medic. στύφουσα = qabaḍa qabḍan
ἡ ... ξηραντικὴ καὶ μετρίως στύφουσα Galen Simpl. med. XI, 819.3 = yuǧaffifu wa-yaqbaḍu qabḍan muʿtadilan Ibn al-Bayṭār Ǧāmiʿ I, 75.28 - στύφω (act. part.) Galen Simpl. medic. στύφουσα = qabaḍa qabḍan
ἡ ... ξηραντικὴ καὶ μετρίως στύφουσα Galen Simpl. med. XI, 819.3 = yuǧaffifu wa-yaqbaḍu qabḍan muʿtadilan Ibn al-Bayṭār Ǧāmiʿ I, 75.28 - στῦψις
- στῦψις (noun) Diosc. Mat. med. τῇ σφοδρᾷ στύψει = li-šiddati qabḍihī
- στῦψις (noun) Diosc. Mat. med.
- στῦψις (noun) Diosc. Mat. med. ἡ σφοδρὰ στῦψις = bi-šiddati qabḍihī
- στῦψις (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- σύγκαμψις
- σύγκαμψις (noun) Galen In De off. med.
- συστέλλω
- συστέλλω (verb) Nicom. Arithm. qabaḍa...wa-iqtaṣara bihi
- συστελλω Them. In De an.
- χρυσοφορέω
- χρυσοφορέω (verb) Artem. Onirocr. yaqbiḍa ḏahaban