Lookup cumulative lexical entry: نمى
- αὐξάνω
- αὐξάνω (gerund) Arist. An. post. αὔξειν = an tanmī wa-tazīda
- αὐξάνω (verb) Arist. An. post. καταπυκνοῦται καὶ αὔξεται = yattaṣilu wa-yamnī
- αὐξάνω (pass. part.) Arist. Phys. τὰ αὐξανόμενα = al-ašyāʾu llatī tanmī
- αὐξάνω (verb) Galen An. virt.
- αὐξάνω (verb) Hippocr. Alim.
- αὐξάνω (verb) Hippocr. Alim.
- αυξανω Them. In De an.
- αὔξησις
- αὔξησις (noun) Hippocr. Genit.; Nat. puer. αὔξησιν ποιεῖται
- αὔξω
- αὔξω (verb) Ps.-Plut. Placita αὔξομαι
- αυξω Them. In De an.
- αυξω Them. In De an.
- λυσιτελής
- λυσιτελής (adj.) Artem. Onirocr. yanmī wa-yaṣluḥu
- πολυτελής
- πολυτελής (adj. comp.) Artem. Onirocr. πολυτελέστερος
- συναυξάνω
- συναυξάνω (verb) Arist. Eth. Nic. yanmī maʿa
- συναυξάνω (gerund) Arist. Phys. συναύξεσθαι = yanmī bi-namāʾin
- συναυξάνω (gerund) Arist. Phys. συναύξεσθαι = yawmī bi-numūwihā
- συναυξάνω (verb) Galen An. virt.