Lookup cumulative lexical entry: اتّصل

  1. ἀκολουθέω
  2. ἅπτω
  3. ἐπί
    • ἐπί (prep.) Eucl. El. ἐπ᾿εὐθείας = ittaṣala ʿalā istiqāmatin
  4. ἔχω
    • ἔχω (pass. part.) Arist. Phys. ἐχόμενον = wa-qad yattaṣilu
      ἐχόμενον δὲ τῶν εἰρημένων ἐστὶν ἐπελθεῖν περὶ χρόνου Arist. Phys. IV 10, 217b29 = wa-qad yattaṣilu bi-mā qulnā min ḏālika an naṣifa amra l-zamāni
    • ἔχω (pass. part.) Arist. Phys. ἐχόμενον = qad yattaṣilu bi-...
    • ἔχω (verb) Hippocr. Off. med.
  5. καταπυκνόω
  6. κοινός
  7. λέγω
  8. παρέπομαι
  9. προσάπτω
  10. προσγίγνομαι
  11. συμφύω
  12. συνάπτω
  13. σύνειμι
    • σύνειμι (act. part.) Proclus El. theol. τὰ συνιόντα = mā ttaṣala
      συνιόντα δήπου καὶ κοινωνοῦντα ἀλλήλοις γίνεται ἕν Proclus El. theol. 3: 4.4 = iḏā mā ǧtamaʿat (sc. al-ašyāʾu) wa-ttaṣala baʿḍuhā bi-baʿḍin fa-taqbalu ḥīnaʾiḏin al-wāḥidiyyata 3.3
  14. συνέχω
The database query could not be executed.