Lookup cumulative lexical entry: احتاج

  1. ἀναγκαῖος
  2. ἀνάγκη
  3. ἀναγνκαῖος
  4. ἀναμένω
  5. ἀπαιτέω
  6. αὐτάρκης
  7. ἀχρεῖος
    • ἀχρεῖος (adj.) Arist. Eth. Nic. ἀχρεῖα = laysa yaḥtaǧūna ilayhā
      ταῦτα δὲ τοῖς μὲν ἐμπείροις ὠφέλιμα εἶναι δοκεῖ, τοῖς δ' ἀνεπιστήμοσιν ἀχρεῖα Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b6 = ammā li-ḏawī l-taǧribati fa-nāfiʿatun wa-ammā lladīna lā yaʿlamūna fa-laysa yaḥtaǧūna ilayhā 581.7
  8. ἄχρηστος
  9. δέομαι
  10. δέον
  11. δέω
  12. εἰμί
  13. ἐνδεής
  14. ἐπιδέχομαι
  15. ἐπιδέω
  16. ἐπιτηδείως
  17. ἐπιτήτειος
  18. ἑρμηνεύω
  19. ζητέω
  20. ἱκανός
  21. ἱκανῶς
  22. κελεύω
  23. λείπω
    • λείπω (act. part.) Galen An. virt. τὰ λείποντα = mā yuḥtāǧu ilayhi
      νυνὶ δʼ οἷς ἐξ ἀρχῆς προὐθέμην, προσθήσω τὰ λείποντα Galen An. virt. 46.10 = wa-ammā l-sāʿata fa-innī zāʾidun ʿalā mā badaʾtu bihī mā yuḥtāǧu ilayhi 20.8
  24. λήκυθος
  25. λυσιτελής
  26. μέγας
    • μέγας (adj. sup.) Rufus Ict. μέγιστόν ἐστιν = mā yuḥtāǧu ilayhī
      τούτων ἕκαστον μιγνύμενον οὖρά τε κινεῖ, ὅπερ τινός, ὡς μέγιστόν ἐστιν ἀγαθόν καὶ ταῖς φλεγμοναῖς τῶν σπλάγχνων συντελεῖ Rufus Ict. fr. 6 = kullu wāḥidin min hāḏihī tuḥallilu awrāma l-aḥšāʾi wa-tudirru l-bawla wa-hāḏā huwa ḫayru mā yuḥtāǧu ilayhī fī hāḏihī l-maraḍi 30
  27. μέτειμι
  28. μηδέπω
    • μηδέπω (adv.) Galen An. virt. wa-lasnā naḥtāǧu fī hāḏā l-waqti
      ἥτις μέν ἐστιν ἀκριβῶς αὕτη (sc. ἡ οὐσία), μηδέπω ζητῶμεν Galen An. virt. 36.20 = wa-lasnā naḥtāǧu fī hāḏā l-waqti ... an nabḥaṯa ʿan ḏālika l-ǧawhari ayyumā huwa bi-l-ḥaqīqati 13.1
  29. ξυστροφύλαξ
  30. πείθω
    • πείθω (verb) Erat. Cub. dupl.
      τοῖς δὲ μεγέθεσιν καὶ ταῖς συμμετρίαις ὡς ἕκαστοι ἑαυτοὺς πείθουσιν Erat. Cub. dupl. 94.3 = wa-yakūnu ʿiẓamu tilka l-maǧārī wa-aqdāruhā ʿalā mā yuḥtāǧu ilayhī kullu wāḥidin minhā 157.4
  31. περισσότης
  32. προσδέομαι
  33. προσδέω
  34. προσήκω
  35. σπουδάζω
  36. συντείνω
  37. χρεία
  38. χρή
  39. χρῄζω
  40. χρησιμεύω
  41. χρήσιμος
  42. χρηστός
  43. ὠφέλιμος
    • ὠφέλιμος (adj.) Arist. Rhet. οὐκ ὠφέλιμα = laysa mimmā yaḥtāǧu ilayhi
    • ὠφέλιμος (adj.) Arist. Rhet.
      ἀλλ᾿ οὐ δίκαια ἢ οὐκ ὠφέλιμα ἢ οὐ τηλικαῦτα Arist. Rhet. 17b36 = wa-lakinnahu laysa ʿadlan aw laysa mimmā yaḥtāǧu ilayhi aw laysa miṯla haḏā yanbaġī 216.16
The database query could not be executed.