Lookup cumulative lexical entry: اخرج
- ἄγω
- ἄγω (verb) Erat. Cub. dupl.
καὶ ἤχθωσαν διάμετροι ἐν αὐτοῖς αἱ ΑΖ, ΛΗ, ΙΘ Erat. Cub. dupl. 92.3 = wa-nuḫriǧu aqṭārahā wa-hiya AZ, LǦ, YṬ 155.5 - ἄγω (gerund) Eucl. El. γραμμὴν ἀγαγεῖν
- ἄγω (verb) Eucl. El. ἤχθω
- ἄγω (verb) Eucl. El. γραμμὴ ἦκται
- ἄγω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ἄγω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ἄγω (pronoun) Hippocr. Nat. hom.
- ἄγω (verb) Nicom. Arithm. ἐὰν...εὐθεῖαι ἀχθῶσι = in aḫraǧat ḫuṭūṭun mustaqīmatun
- ἀνάγω
- ἀνάγω (verb) Arist. Metaph.
- ἀνταποδίδωμι
- ἀνταποδίδωμι (verb) Ps.-Plut. Placita
- ἀποδίδωμι
- ἀποδίδωμι (verb) Hippocr. Superf.
- ἀποκρίνω
- ἀποκρίνω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀποκρίνω (verb) Ps.-Plut. Placita
- ἀφαιρέω
- ἀφαιρέω (verb) Arist. Cael.
- ἀφαιρέω (verb) Arist. Cael.
- ἀφίημι
- ἀφίημι (verb) Arist. Hist. anim. aḫraǧa min ǧawfin
- διάγω
- διάγω (verb) Erat. Cub. dupl.
καὶ διήχθω διὰ τῶν Α, Β, Γ, Δ σημείων εὐθεῖα Erat. Cub. dupl. 92.8 = wa-nuḫriǧu min nuqaṭi ABǦD ḫaṭṭan 155.8 - διάγω (verb) Eucl. El. διήχθω
- ἐκβαίνω
- ἐκβαίνω (verb) Galen An. virt.
- ἐκβάλλω
- ἐκβάλλω (verb) Artem. Onirocr. yuḫriǧu...aw yarmī
- ἐκβάλλω (gerund) Eucl. El. ἐκβαλεῖν
- ἐκβάλλω (pass. part.) Eucl. El. ἐκβαλλομένας .. ἐπ᾿ ... = nuḫriǧa fī ...
- ἐκβάλλω (verb) Eucl. El. ἐκβεβλήστω(σαν)
- ἐκκεντέω
- ἐκκεντέω (verb) Arist. Gener. anim. ἐκκεντήσῃ
- ἐκκομίζω
- ἐκκομίζω (verb) Artem. Onirocr. kāna ǧanāzatuhu qad uḫriǧat
- ἐκπέμπω
- ἐκπέμπω (verb) Arist. Gener. anim.
- ἐκφέρω
- ἐκφέρω (gerund) Hippocr. Superf. ἐξενεγκεῖν
- ἕλκω
- ἕλκω (verb) Galen An. virt. εἰς παραφροσύνην ἑλκόμεθα ... εἰς μελαγχολίαν = aḫraǧati l-insāna ilā l-waswāsi ... ḫaraǧa ilā l-mālanḫūliyā
διὰ τί χολῆς μὲν ξανθῆς ἐν ἐγκεφάλῳ πλεοναζούσης εἰς παραφροσύνην ἑλκόμεθα διὰ τί δὲ τῆς μελαίνης εἰς μελαγχολίαν Galen An. virt. 39.14 = al-sababu llaḏī min aǧlihī matā kaṯurati l-mirratu l-ṣafrāʾu fī l-dimāġi aḫraǧati l-insāna ilā l-waswāsi wa-iḏā kaṯurat fīhi l-mirratu l-sawdāʾu ḫaraǧa ilā l-mālanḫūliyā 15.6 - ἐμπίπτω
- ἐξάγω
- ἐξάγω (pass. part.) Arist. Rhet. fīmā yuḫraǧu
- ἐξαγωγή
- ἐξαγωγή (noun) Arist. Rhet. τίνων τ᾿ ἐξαγωγῆς δέονται = ašyāʾu allatī yanbaġī an tuḫraǧa
- ἐξαιρέω
- ἐξαιρέω (verb) Arist. Rhet. εἰ ἐξαιρεθείη = ka-iḫrāǧin
- ἐξαιρέω (verb) Arist. Rhet. εἴ τις ἐξέλοι = law anna maḫraǧan aḫraǧa
- ἐξαιρέω (act. part.) Hippocr. Superf. ἐξελόντα
- ἐξαιρέω (gerund) Hippocr. Superf. ἐξελεῖν
- ἐξίστημι
- ἐξίστημι (verb) Arist. Rhet.
- ἐξοχετεύω
- ἐξοχετεύω (verb) Hippocr. Aer.
- ἐπιζεύγνυμι
- ἐπιζεύγνυμι (verb) Eucl. El. ἐπεζεύχθωσαν = nuḫriǧu ḫaṭṭay
- ἐπιζεύγνυμι (verb) Eucl. El. ἐπιζεύχθω(σαν)
- ἐπιζεύγνυμι (pass. part.) Eucl. El. ἐπιζευχθεῖσα
- εὐθυβολέω
- εὐθυβολέω (verb) Ps.-Plut. Placita aḫraǧa ʿalā stiqāmatin
- εὔροος
- εὔροος (adj.) Hippocr. Aphor. εὔροα ποιεῖν = mā turīdu iḫrāǧahū minhu yaǧrī minhu bi-suhūlatin
τὰ σώματα χρή, ὅκου ἄν τις βούληται καθαιρεῖν, εὔροα ποιεῖν Hippocr. Aphor. II 9 = kullu badanin turīdu tanqiyatuhū fa-yanbaġī an taǧʿala mā turīdu iḫrāǧahū minhu yaǧrī minhu bi-suhūlatin 11.7 - ζυμνάζω
- ζυμνάζω (verb) Arist. Gener. anim. ὁ δὲ πόνος γυμνάζει τὸ πνεῦμα = wa-l-taʿabu mim-mā yuḫriǧu l-nafsi
- καθαιρέω
- καθαιρέω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- κατασπάω
- κατασπάω (verb) Diosc. Mat. med. yuḥriǧu l-ǧanīna
- μεθίημι
- μεθίημι (gerund) Hippocr. Nat. hom. μεθιέναι = yuḫriǧuhū bi-l-tanaffusi
- προαγω
- πρόειμι
- πρόειμι (gerund) Arist. Gener. anim. προίεσθαι
- προσεκβάλλω
- προσεκβάλλω (pass. part.) Eucl. El. προσεκβληθεῖσα
- προσεκβάλλω (verb) Eucl. El. προσεκβεβλήσθω(σαν)
- συνίστημι
- χυλίζω
- χυλίζω (verb) Diosc. Mat. med. yuḫraǧu (sic) ʿaṣāratuhū
Diosc. Mat. med. I, 104.19 yuḫraǧu (sic) ʿaṣāratuhū ka-mā yuḫraǧu (sic) ʿaṣāratu l-hubūqisṭīdisa Dubler/Terés II, 108.13