Lookup cumulative lexical entry: اسهل
- ἄγω
- ἄγω (verb) Diosc. Mat. med. ἄγει... κατὰ κοιλίαν
- ἄγω (verb) Diosc. Mat. med.
- ἄγω (verb) Diosc. Mat. med. ἄγει... κατὰ κοιλίαν
- ἄγω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ἄγω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ἄγω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ἁπλόος
- ἁπλόος (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
- διαχωρητικός
- εὐάκεστος
- εὐάκεστος (adj.) Hippocr. Diaet. acut. mudāwātuhu ashalu
- ἵστημι
- ἵστημι (verb) Diosc. Mat. med. ῥᾳδίως... ἵσταται
- ἵστημι (verb) Diosc. Mat. med. ῥᾳδίως... ἵσταται
- καθαιρέω
- καθαιρέω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- καθαίρω
- καθαίρω (verb) Diosc. Mat. med.
- καθαίρω (gerund) Diosc. Mat. med. καθαίρειν
- καθαίρω (verb) Galen An. virt.
- λυτικός
- λυτικός (adj.) Diosc. Mat. med.
- λυτικός (adj.) Diosc. Mat. med.
- λύω
- λύω (verb) Diosc. Mat. med.
- μαλακτικός
- μαλακτικός (adj.) Diosc. Mat. med.
- ῥᾴδιος
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. An. post.
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. An. post.
- ῥᾴδιος (adj.) Arist. Cat. ῥᾷστος
οὕτω δὲ ῥᾷστα ἂν ἴσως τις λαμβάνοι οἷς μὴ κεῖται ὀνόματα Arist. Cat. 7a18 = wa-hākaḏā ashalu mā laʿallahū yatahayyaʾa laka bihī aḫḏu l-asmāʾi fīmā lam takun lahā asmāʾun mawḍūʿatun BN 167b3 - ῥᾴδιος (adv.) Diosc. Mat. med. ῥᾳδίως... ἵσταται
- ῥᾴδιος (adv.) Diosc. Mat. med. ῥᾳδίως... ἵσταται
- ῥᾴδιος (adj. sup.) Hippocr. Off. med. τῶν ῥηίστων
- ῥᾴδιος (adj. sup.) Hippocr. Off. med. ῥήιστα
- ῥᾴδιος (adj. sup.) Hippocr. Off. med. ῥήιστα = bi-ashala
- ὑπάγω
- ὑπάγω (gerund) Diosc. Mat. med. ὑπάγειν