Lookup cumulative lexical entry: ب

  1. adverb
  2. genitive
    • genitive Aelian. Tact. τοῦ δευτέρου ζυγοῦ = bi-l-ṣaffi llaḏī warāʾahu l-muqtarini l-ṯānī
  3. participium coniunctum
  4. ἀγαθός
  5. ἀγαθῶς
  6. αἴνιγμα
  7. ἀκριβῶς
  8. ἅλις
  9. ἀνακλάω
  10. ἄνειμι
  11. ἄνευ
  12. ἀντίκειμαι
  13. ἀξιόλογος
  14. ἀπαθής
  15. ἄπλυτος
  16. ἀπό
  17. ἀποφέρω
  18. ἀριστερός
  19. ᾆσμα
  20. ἀσφαλής
  21. ἀτημέλητος
  22. αὐτός
  23. βίαιος
  24. γνώμη
  25. δάκτυλος
  26. διά
  27. διαμαρτάνω
  28. διαρρίπτω
  29. διατίθημι
  30. διχάζω
  31. ἐγγύς
  32. ἔθος
  33. εἰκότως
  34. εἰς
  35. ἐκ
  36. ἐν
  37. ἐναντίος
  38. ἕνεκα
  39. ἐνεργέω
  40. ἐνοχλέω
  41. ἕξις
  42. ἐπί
  43. ἐπιγίγνομαι
  44. ἐπίλογος
  45. ἐπιμελής
  46. ἐπιτρέπω
  47. ἐπιχειρέω
  48. ἐργάζομαι
  49. ἐρυσίπελας
  50. εὖ
  51. εὐθύς
  52. εὔπορος
  53. εὕρετις
  54. εὔρυθμος
  55. ἥσυχος
  56. ἧττον
  57. θερμολουτέω
  58. ἰξεύω
  59. ἰσχύς
  60. καθάπερ
  61. κάλαμος
  62. κατά
  63. κατάχυσις
  64. κηρωτός
  65. κρατέω
  66. κυβεύω
  67. κυκλέω
  68. λέγω
  69. λεπτύνω
  70. λόγος
  71. μάλα
  72. μαλθάσσω
  73. μέλι
  74. Μελιταῖος
  75. μέριμνα
  76. μέρος
  77. μετά
  78. μεταβάλλω
  79. μόγις
  80. μορμυρωπός
  81. μυθικός
  82. νεκρόω
  83. νύκτωρ
  84. ὀθόνιον
  85. οἷον
  86. οἷος
  87. οἵως
  88. ὁποῖος
  89. ὅπως
  90. ὅρασις
  91. ὀρθός
  92. ὁρθῶς
  93. οὗτος
  94. παρά
  95. παρασκευαστικός
  96. παραχρῆμα
  97. πᾶς
  98. περί
  99. περικράνιος
  100. περίστασις
  101. πολυτελής
  102. πόνος
  103. προαγορεύω
  104. πρός
  105. προσαγωγή
  106. προσανατάσσω
  107. προσεικάζω
  108. πρόσθετος
  109. προστίθημι
  110. πυκτεύω
  111. πυοειδής
  112. πυρίαμα
  113. πυρίημα
  114. πως
  115. ῥᾴδιος
  116. ῥαφίς
  117. ῥώννυμι
  118. σπουδαῖος
  119. στεφανόω
  120. συμβαίνω
  121. σύμπας
  122. συμφέρω
  123. σύν
  124. συνεπιφέρω
  125. συνήθεια
  126. συντελέω
  127. σχῆμα
  128. ταινία
  129. ταχύς
  130. τοιοῦτος
  131. τοσοῦτος
  132. ὑδαρής
  133. ὕδωρ
  134. ὑπαρκτός
  135. ὑπερτίθημι
  136. ὑπό
  137. φάρμακον
  138. φθέγγομαι
  139. φροντίζω
  140. φροντιστέον
  141. φυλάσσω
  142. φύσις
  143. χάριν
  144. χείρ
  145. χειροτέχνης
  146. χειροτονέω
  147. χειρουργία
  148. χυμός
  149. χωρίς
  150. ψηφοπαικτέω
  151. ὡς
  152. ὥσπερ
  153. ὥστε
  154. ὠφελέω
The database query could not be executed.