Lookup cumulative lexical entry: بُعْد
- απαθεια
- ἀπέχω
- ἀπόστασις
- ἀπόστημα
- αχρωματιστος
- βιώσιμος
- βιώσιμος (adj.) Hippocr. Superf. yamūtu baʿda ḫurūǧihī
- βιώσιμος (adj.) Hippocr. Superf. οὐ βιώσιμος = māta baʿda ḏālika
αὗται ἢ τεθνηκότα τίκτουσιν, ἢ ζῶντα πονηρὰ καὶ οὐ βιώσιμα Hippocr. Superf. 80.3 = immā an talida ǧanīnahā mayyitan wa-immā marīḍan mudnifan ṯumma yamūtu baʿda ḏālika 8.4
- διάστασις
- διάστημα
- διίστημι
- διίστημι (verb) Arist. Gener. anim. μίγνυται ὧν ἴσοι οἱ χρόνοι καὶ ἐγγὺς αἱ κυήσεις, καὶ τὰ μεγέθη τῶν σωμάτων μὴ πολὺ διέστηκεν = ǧāmaʿat ināṯun wa-ḏukūratun ... muttafiqan bi-zamāni l-ḥamli aw-muqāriban maʿa ittifāqi iʿẓāmi l-aǧsādi allatī laysa baynahā buʿdun kaṯīrun
- δυστυχέω
- εἰμί
- εἶτα
- ἔκστασις
- ἐξαιρέω
- ἑξῆς
- ἐπί
- ἐπικυίσκομαι
- ἐπιπίνω
- ἐπιφαίνομαι
- ἐπιφαίνομαι (pass. part.) Hippocr. Aphor. ἐπιφαινόμενος = ẓahara min baʿdu
ἀτὰρ καὶ τοῖσιν ἐπιφαινομένοισιν, οἷον ἐν πλευριτικοῖσι Hippocr. Aphor. I 12 = wa-l-ašyāʾu llatī taẓharu min baʿdu miṯālu ḏālika mā yaẓharu fī aṣḥabi ḏāti l-ǧanbi 5.8
- ἔτι
- ἐφεξῆς
- μετά
- μετά (prep.) Nicom. Arithm. μετὰ τὰς δύο ταύτας γενικὰς = min baʿdi l-ǧinsayni...min aǧnāsi l-iḍāfati
- μετά (prep.) Nicom. Arithm. μετὰ τὴν αὐτάρκειαν τῆς προκοπῆς = min baʿdi l-ḏahābi llaḏī yuktafā bihi ilā quddāmin
- μετά (prep.) Nicom. Arithm. μετὰ τὴν αὐτάρκη πρόβασιν = min baʿdi l-ḏahābi llaḏī yuktafā bihi
- μετά (prep.) Nicom. Arithm. μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν = min baʿdi nuqṣānika
- μεταδειπνέω
- μετακαταχέω
- μεταπίνω
- μηδέπω
- μῆκος
- μῆκος (noun) Arist. Cael. διὰ τὸ μῆκος, ἀποτεινομένη πόρρω = li-mawqiʿi buʿdihī
πρὸς δὲ τοὺς μένοντας (sc. ἀστέρας) κραδαίνεται (ἡ ὄψις) διὰ τὸ μῆκος, ἀποτεινομένη πόρρω λίαν minhu Arist. Cael. II 8, 290a22 = wa-lā yaqwā l-baṣaru an yabluġa l-nuǧūma l-markūzata wa-yanālahā illā an yahtazza wa-yatamāyala li-mawqiʿi buʿdihī minhu versio B 216.17 Badawī
- ὀλίγος
- πάλιν
- πάλιν (adv.) Arist. Gener. anim. πάλιν δασύνεσθαι και ... πάλιν φύειν φύλλα = yanbutu rīšan wa šaʿran baʿd ilqāyihi l-šaʿri wa-r-rīši l-awwali
- παρά
- πολύς
- πόρρω
- πόρρω (adv.) Arist. An. post. τὰ πορρώτεραν = al-ašyāʾu llatī hiya akṯaru baʿdan
- πόρρω (noun) Arist. Cael. διὰ τὸ μῆκος, ἀποτεινομένη πόρρω = li-mawqiʿi buʿdihī
πρὸς δὲ τοὺς μένοντας (sc. ἀστέρας) κραδαίνεται (ἡ ὄψις) διὰ τὸ μῆκος, ἀποτεινομένη πόρρω λίαν minhu Arist. Cael. II 8, 290a22 = wa-lā yaqwā l-baṣaru an yabluġa l-nuǧūma l-markūzata wa-yanālahā illā an yahtazza wa-yatamāyala li-mawqiʿi buʿdihī minhu versio B 216.17 Badawī
- πότε
- πρόειμι
- πρόσωθεν
- ὕστερος
The database query could not be executed.