Lookup cumulative lexical entry: تدبير
- ἀνομία
- ἀνομία (noun) Ps.-Arist. Div. al-tadbīru bi-ḫilāfi l-sunnati
- ἄρχω
- ἄρχω (verb) Galen An. virt. yalī ... l-tadbīra
- ἄρχω (gerund) Galen An. virt. ἄρχειν κακῶς καὶ προστάττειν ... οὐδὲν ὑγιές = yasīʾūna l-tadbīra
- βίος
- βίος (noun) Arist. Gener. anim. διὰ τὸν βίον = li-ḥāli tadbīri ḥayātihi
- βίος (noun) Artem. Onirocr. maʿāšihi wa-tadbīrihi
- βίος (noun) Artem. Onirocr.
- βίος (noun) Artem. Onirocr.
- βίος (noun) Artem. Onirocr. tadbīru ʿayšin
- βίος (noun) Artem. Onirocr. tadbīru ʿayšin
- βίος (noun) Artem. Onirocr. tadbīru l-ʿayši
- βίος (noun) Artem. Onirocr. tadbīrihi li-maʿāšihi
- βίος (noun) Artem. Onirocr. al-aʿmālu wa-l-tadbīrātu
- βουλή
- βουλή (noun) Artem. Onirocr.
- δαπανάω
- δαπανάω (act. part.) Arist. Rhet.
- δημοκρατία
- δημοκρατία (noun) Arist. Poet. wilāyatu l-ǧamāʿati wa-l-tadbīri
ὡς ἐπὶ τῆς (sc. κωμῳδίας) παρ' αὐτοῖς δημοκρατίας γενομένης Arist. Poet. 3, 1448a32 = ka-mā annahū (sc. al-hiǧāʾu) mā kāna qibalahum wilāyatu l-ǧamāʿati wa-l-tadbīri 224.9 - διά
- διά (prep.) Galen An. virt. διά c. gen. = bi-l-tadbīri bi-...
- διαγωγή
- διαγωγή (noun) Galen An. virt. ἡ τοῦ βίου διαγωγή
- δίαιτα
- δίαιτα (noun) Galen An. virt. al-tadābīru llatī natadabbaru bihā
- δίαιτα (noun) Galen An. virt.
- δίαιτα (noun) Galen An. virt.
- δίαιτα (noun) Galen An. virt.
- δίαιτα (noun) Galen In De off. med.
- δίαιτα (noun) Galen In De off. med.
- δίαιτα (noun) Hippocr. Aphor.
- δίαιτα (noun) Hippocr. Humor.
- δίαιτα (noun) Hippocr. Nat. hom.
- δίαιτα (noun) Rufus Ict.
- διαιτάω
- διαιτάω (verb) Hippocr. Aphor. λεπτῶς διαιτᾶν = dabbara bi-l-tadbīri l-laṭīfi
ὁκόσοισι μὲν οὖν αὐτίκα ἡ ἀκμή, αὐτίκα λεπτῶς διαιτᾶν Hippocr. Aphor. I 10 = wa-llaḏīna yaʾtī muntahā maraḍihim badʾan fa-yanbaġī an yudabbarū bi-l-tadbīri l-laṭīfi badʾan 4.11 - διαιτάω (gerund) Hippocr. Nat. hom. διαιτᾶσθαι
- διαίτη
- διαίτη (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- διαίτημα
- διαίτημα (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- διαίτημα (noun) Hippocr. Humor.
- διαίτημα (noun) Hippocr. Humor.
- διαίτημα (noun) Hippocr. Nat. hom.
- διοικέω
- διοικέω (verb) Hippocr. Alim.
- ἐπιτήδευμα
- ἐπιτήδευμα (noun) Artem. Onirocr.
- ἐπιτήδευμα (noun) Artem. Onirocr.
- ἐπιτηδεύω
- ἐπιτηδεύω (verb) Artem. Onirocr.
- εὐνομέομαι
- εὐνομέομαι (verb) Arist. Rhet. sem. etym. pleonasm; tadabbara tadbīran ḥasanan
- εὐνομία
- εὐνομία (noun) Ps.-Arist. Div. al-tadbīru bi-ḥasabi l-sunnati
- εὐνομία (noun) Ps.-Arist. Div. al-tadbīru ʿalā ḥasabi l-sunnati
- ἡγεμονία
- ἡγεμονία (noun) Artem. Onirocr. wa-l-tadbīru
- θεραπεία
- θεραπεία (noun) Hippocr. Aphor. αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι = al-tadbīru llaḏī fī l-ġāyati l-quṣwā
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην κράτισται Hippocr. Aphor. I 6 3.12 - καλῶς
- καλῶς (adv.) Artem. Onirocr. tadbīran ǧayyidan
- οἰκονομία
- οἰκονομία (noun) Arist. Gener. anim.
- οἰκονομικός
- οἰκονομικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ οἰκονομική (sc. τέχνη) = tadbīru l-manzili
- οἰκονομικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ οἰκονομική (sc. τέχνη) = tadbīru l-manzili
- πολιτέια
- πολιτέια (noun) Arist. Rhet.
- πολιτεία (noun) Ps.-Arist. Div. siyāsatu l-muduni wa tadbīruhā
- πολιτικός
- πολιτικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ πολιτική = tadbīru l-muduni
- πολιτικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ṣāḥibu tadbīri l-muduni
- πολιτικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ πολιτική (sc. τέχνη) = ṣināʿatu tadbīri l-muduni
- πολιτικός (adj.) Ps.-Arist. Div. tadbīru l-muduni
- πολιτικος Them. In De an.
- πρᾶγμα
- πρᾶγμα (noun) Ps.-Plut. Placita
- προστάττω
- προστάττω (gerund) Galen An. virt. ἄρχειν κακῶς καὶ προστάττειν ... οὐδὲν ὑγιές = yasīʾūna l-tadbīra
- στρατηγέω
- στρατηγέω (verb) Arist. Rhet. στρατηγεῖν = amplif.; tadbīru l-ǧuyūši
- στρατηγικός
- στρατηγικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ στρατηγική (sc. τέχνη) = tadbīru l-ḥarbi
- στρατηγικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ στρατηγική (sc. τέχνη) = tadbīru l-ḥarbi
- στρατοπέδευσις
- στρατοπέδευσις (noun) Nicom. Arithm. πρὸς στρατοπεδεύσεις = fī tadbīri l-ʿasākiri
- τάσσω
- τάσσω (gerund) Ps.-Arist. Virt. τὸ τετάχθαι = tadbīrātuhu ... ǧāriyyatu ʿalā niẓāmin
- τρόπος
- τρόπος (noun) Arist. Cael.
- τροφή
- τροφή (noun) Galen Med. phil.