Lookup cumulative lexical entry: تعْليم
- ἀκρόασις
- ἀκρόασις (noun) Arist. Metaph.
- ἀκροατής
- ἀκροατής (noun) Arist. Eth. Nic. ὁ ἀκροατής = allaḏī yastamiʿu l-taʿlīma
ἀλλὰ δεῖ προδιειργάσθαι τοῖς ἔθεσι τὴν τοῦ ἀκροατοῦ ψυχὴν πρὸς τὸ καλῶς χαίρειν καὶ μισεῖν, ὥσπερ γῆν τὴν θρέψουσαν τὸ σπέρμα Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b25 = bal yanbaġī an takūna nafsu llaḏī yastamiʿu l-taʿlīma qadi stuʿmilat bi-l-ʿādati li-tuḥibba wa-tubġiḍa niʿimman, ka-maḥabbati l-arḍi l-zarʿa llaḏī turabbīhi 571.16 - διάδοχος
- διάδοχος (noun) Nicom. Arithm. περὶ τοὺς διαδόχους = ʿalā ʿahdin...allaḏīna qabilū ʿanhum al-taʿlīmu wa-tawāraṯūhu
- δίδαξις
- δίδαξις (noun) Arist. Phys.
- δίδαξις (noun) Arist. Phys.
καὶ ἡ δίδαξις καὶ ἡ μάθησις δύο οὖσαι ἐν τῷ μανθάνοντι Arist. Phys. III 3, 202a32 = wa-kāna fī l-mutaʿallimi li-l-amrayni ǧamīʿan al-taʿlīmu wa-l-taʿallumu - διδασκαλία
- διδασκαλία (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.] bi-l-taʿlīmi
- διδασκαλία (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.] bi-l-taʿlīmi
- διδασκαλία (noun) Arist. An. post. πᾶσα διδασκαλία καὶ πᾶσα μάθησις διανοητικὴ = kullu taʿlīmin wa-kullu taʿllumin ḏihniyyin
- διδασκαλία (noun) Artem. Onirocr.
- διδασκαλία (noun) Artem. Onirocr.
- διδασκαλία (noun) Galen An. virt.
- διδασκαλία (noun) Galen In De off. med.
- διδασκαλία (noun) Galen In De off. med.
- διδασκαλία (noun) Porph. Isag.
- διδασκαλία (noun) Ps.-Plut. Placita
- διδάσκαλος
- διδάσκαλος (noun) Galen Med. phil. διδασκάλοις χρησάμενος = istaʿmala l-taʿālīma
- διδάσκω
- διδάσκω (gerund) Alex. An. mant. [Lib. arb.] τοῦ διδάσκειν
- διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
- διδαχή
- διδαχή (noun) Arist. Eth. Nic.
γίνεσθαι δ’ ἀγαθοὺς οἴονται οἳ μὲν φύσει οἳ δ’ ἔθει οἳ δὲ διδαχῇ Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b21 = wa-yuẓannu anna baʿḍa l-nāsi yakūnūna aḫyāran bi-l-ṭabʿi [wa-baʿḍan bi-l-ʿādati] wa-baʿḍan bi-l-taʿlīmi 571.14 - διδαχή (noun) Arist. Eth. Nic.
- ἐπιστήμη
- ἐπιστήμη (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.]
- μάθημα
- μάθημα (noun) Arist. An. post. τὰ γὰρ μαθήματα = anna aṣḥāba l-taʿālīmi
- μάθημα (noun) Arist. Phys.
οἷον ἐν τοῖς μαθήμασιν Arist. Phys. II 7, 198a17 = miṯālu ḏālika fī l-taʿālīmi - μάθημα (noun) Galen An. virt. μαθήματα
- μάθημα (noun) Galen An. virt. μαθήματα
- μάθημα (noun) Galen An. virt. μαθήματα
- μάθημα (noun) Galen An. virt. μαθήματα
- μαθηματικός
- μαθηματικός (noun) Arist. An. post. τῶν αἰσθητικῶν...τῶν μαθηματικῶν = li-man yuḥissu bi-l-amri...li-aṣḥābi l-taʿālīmi
- μαθηματικός (adj.) Arist. Metaph. ṣāḥibu ʿilmi l-taʿālīmi
- μαθηματικός (adj.) Arist. Metaph. sabīlu l-taʿālīmi
- μαθηματικός (adj.) Arist. Phys. ὁ μαθηματικός = ṣāḥibu l-taʿālīmi
- μαθηματικός (noun) Ps.-Plut. Placita οἱ μαθηματικοί = aṣḥābu l-taʿlīmi
- μαθηματικός (noun) Ps.-Plut. Placita οἱ μαθηματικοί = aṣḥābu l-taʿlīmi
- μαθηματικός (noun) Ps.-Plut. Placita οἱ μαθηματικοί = aṣḥābu l-taʿlīmi
- μαθηματικός (noun) Ps.-Plut. Placita οἱ μαθηματικοί = aṣḥābu l-taʿlīmi
- μάθησις
- μάθησις (noun) Arist. Gener. anim.
- μάθησις (noun) Arist. Metaph.
- μανθάνω
- μανθάνω (gerund) Arist. Poet. τὸ μανθάνειν = bābu l-taʿlīmi
αἴτιον δὲ καὶ τούτου, ὅτι τὸ μανθάνειν οὐ μόνον τοῖς φιλοσόφοις ἥδιστον ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις ὁμοίως Arist. Poet. 4, 1448b13 = wa-l-ʿillatu fī ḏālika hiya hāḏihī wa-hiya anna ... bāba l-taʿlīmi laysa innamā huwa laḏīḏan li-faylasūfin faqaṭ lākin li-hāʾulāʾi l-uḫari ʿalā miṯālin wāḥidin 224.21 - φιλομαθής
- φιλομαθής (adj.) Arist. Eth. Nic. ὁ φιλομαθής = al-muḥibbu fī l-taʿlīmi
- φιλομαθής (adj.) Arist. Eth. Nic. ὁ φιλομαθής = al-muḥibbu fī l-taʿlīmi