Lookup cumulative lexical entry: جالس
- ἐγκάθισμα
- ἐγκάθισμα (noun) Diosc. Mat. med. εἰς ἐγκαθίσματα = wa-hunna ǧulūsun fī māʾihī
- κάθημαι
- κάθημαι (verb) Arist. Metaph.
- κάθημαι (pass. part.) Arist. Phys. καθήμενος
ὁ ἐν τῷ πλοίῳ καθήμενος τοῦ πλοίου θέοντος Arist. Phys. VI 10, 240b19 = al-ǧālisu fī l-safīnati wa-l-safīnatu tasīru - κάθημαι (pass. part.) Galen In De off. med. καθημένῳ
- κάθημαι (pass. part.) Hippocr. Off. med. καθήμενος
- κάθημαι (pass. part.) Hippocr. Off. med. καθημένῳ
- κάθημαι (pass. part.) Hippocr. Off. med. καθήμενος
- καθίζω
- καθίζω (verb) Hippocr. Aer.