Lookup cumulative lexical entry: حارّ

  1. διαπορέω
    • διαπορέω (verb) Erat. Cub. dupl.
      πάντων δὲ διαπορούντων ἐπὶ πολὺν χρόνον ... Erat. Cub. dupl. 88.17 = fa-ḥāra fīhi l-qawmu ǧamīʿuhum munḏu dahrin ṭawīlin 151.12
  2. δριμύς
  3. ἔνθερμος
  4. ζέω
  5. θάλπος
  6. θερμαίνω
  7. θερμαντικός
  8. θερμολουτέω
  9. θερμόν
  10. θερμός
  11. ὀξύς
  12. πυρετώδης
  13. πυρώδης
  14. φλεγμαίνω
  15. φλεγμονή
The database query could not be executed.