Lookup cumulative lexical entry: ربط

  1. ἀποδέω
  2. ἀσύνδετος
  3. γενναῖον
  4. δεσμεύω
  5. δέω
  6. διανεμητικός
  7. ἐνδέω
    • ἐνδέω (act. part.) Galen An. virt.
    • ἐνδέω (verb) Galen An. virt.
      αἱ δ᾿ (sc. περίοδοι τῆς ψυχῆς) εἰς ποταμὸν ἐνδεθεῖσαι πολὺν οὔτ᾿ ἐκράτουν οὔτ᾿ ἐκρατοῦντο, βίᾳ δ᾿ ἐφέροντό τε καὶ ἔφερον Galen An. virt. 42.18 = wa-ammā l-nufūsu llatī rubiṭat bi-l-nahri l-ʿaẓīmi fa-innahā lam takun taġlibu wa-lā tuġlabu wa-kānat tuḥāribu wa-tuḥārabu (sic. leg.) bi-l-qaswati 17.12
  8. ἐπίδεσμος
  9. ἐπιδέω
  10. ἐπιπλέκω
  11. ἐπιπλοκή
  12. περιδέω
  13. περιείλω
  14. περιλαμβάνω
  15. προσδέω
  16. συνδέομαι
  17. συνδέω
  18. συνεπιδέω
The database query could not be executed.