Lookup cumulative lexical entry: شبه
- ἀνάλογος
- ἀνδρείκελος
- ἀνομοιότης
- βάλανος
- εἰκάζω
- εἰκάζω (verb) Arist. Poet. šabbaha wa-ḥākā
Πολύγνωτος μὲν γὰρ κρείττους, Παύσων δὲ χείρους, Διονύσιος δὲ ὁμοίους εἴκαζεν Arist. Poet. 2, 1448a6 = ammā l-aḫyāru minhum li-l-aḫyāri wa-l-ašrāru li-l-ašrāri ka-mā ammā an Fāwsun ḥākā l-ašrāra wa-šabbaha wa-ammā Diyūnūsiyūs kāna yušabbihu wa-yuḥākī l-šabīha 222.14 - εἰκάζω (verb) Arist. Rhet.
- εἰκάζω (verb) Arist. Rhet.
- εἰκάζω (verb) Artem. Onirocr.
- εἴκω
- εἰμί
- ἔοικα
- εὐνουχίας
- ζηλόω
- ινδαλμα
- καλέω
- κατάλληλος
- μεταβάλλω
- μιμέομαι
- μιμέομαι (verb) Arist. Poet. šabbaha wa-ḥākā
τῇ δὲ Ἀριστοφάνει πράττοντες γὰρ μιμοῦνται καὶ δρῶντες ἄμφω Arist. Poet. 3, 1448a28 = wa-ammā hāḏā fa-yušabbihūnahū wa-yuḥākūnahū šīʿatu Arisṭūfānisa min qibali annahum [ka-annahum wa-]yaʿmalūna wa-yafʿalūna kilayhimā 224.6 - μιμέομαι (verb) Arist. Poet. šabbaha bi-
ὥσπερ γὰρ καὶ χρώμασι καὶ σχήμασι πολλὰ μιμοῦνταί τινες ἀπεικάζοντες Arist. Poet. 1, 1447a19 = ka-mā anna l-nāsa qad yušabbihūna bi-alwānin wa-aškālin kaṯīran wa-yuḥākūna ḏālika 220.11 - μιμέομαι (verb) Arist. Poet. šabbaha wa-ḥākā
καὶ γὰρ οὗτοι διὰ τῶν σχηματιζομένων ἀριθμῶν μιμοῦνται καὶ ἤθη καὶ πάθη καὶ πράξεις Arist. Poet. 1, 1447a28 = wa-ḏālika anna hātayni bi-l-luḥūni l-mutašakkilati tušabbihu bi-l-ʿādāti wa-bi-l-infiʿālāti ayḍan wa-bi-l-aʿmāli ayḍan wa-tuḥākiyuhā 220.16 - μιμέομαι (pass. part.) Arist. Poet. οἱ μιμούμενοι = allaḏīna yušabbihūna wa-yuḥākūna
- μιμητικός
- μιμητικός (adj. sup.) Arist. Poet. μιμητικώτατόν ἐστι = yušbihu wa-yastaʿmilu l-muḥākāta akṯaru
καὶ τούτῳ διαφέρουσι τῶν ἄλλων ζῴων ὅτι μιμητικώτατόν ἐστι καὶ τὰς μαθήσεις ποιεῖται διὰ μιμήσεως τὰς πρώτας Arist. Poet. 4, 1448b7 = wa-hāḏā mimmā yuḫālifu bihī l-nāsu l-ḥayawānāta l-uḫara min qibali anna l-insāna yušbihu wa-yastaʿmilu l-muḥākāta akṯara wa-yatatalmaḏu wa-yaǧʿalu l-talmaḏāta bi-l-tašbīhi wa-l-muḥākāta li-l-ašyāʾi l-mutaqaddimati wa-l-awāʾili 224.16
- νομίζω
- οἷον
- ὅμοιος
- ὁμοιότης
- ὁμοιόω
- ὁμοίως
- ὁποῖος
- παραβάλλω
- παραπλήσιος
- παραπλήσιος (noun) Arist. Eth. Nic.
παραπλήσιόν τι τῇ λύπῃ ποιοῦσιν Arist. Eth. Nic. X 5, 1175b23 = tafʿalu šibhan bi-fiʿli l-ḥuzni 549.9
- προσεικάζω
- χαλκός
- χαλκοῦς
- χαλκοῦς (adj.) Erat. Cub. dupl. min šabahin
διαπήγνυται πλινθίον ξύλινον ἢ ἐλεφάντινον ἢ χαλκοῦν Erat. Cub. dupl. 92.28 = fa-innā [nuqīmu] libnatan min ḫašabin aw min ʿāǧin aw min šabahin 157.2 - χαλκοῦς (adj.) Erat. Cub. dupl. min šabahin
ἐν δὲ τῷ ἀναθήματι τὸ μὲν ὀργανικὸν χαλκοῦν ἐστιν Erat. Cub. dupl. 94.8 = fa-ammā l-ālatu llatī waḍaʿnāhā ʿalā l-qāʾimi l-murabbaʿi fa-hiya min šabahin 157.8
- ὥσπερ
The database query could not be executed.