Lookup cumulative lexical entry: شريف

  1. ἀριστοκρατία
  2. ἀριστοκρατικός
  3. ἀρχικός
  4. ἄσηπτος
  5. ἄτιμος
  6. γεννάδας
  7. δαιμόνιος
    • δαιμόνιος (adj.) Arist. Phys. θεῖόν ... καὶ δαιμονιώτερον = li-annahu amrun ilāhiyyun šarifun
      ἄδηλος δὲ ἀνθρωπίνῃ διανοίᾳ ὡς θεῖόν τι οὖσα καὶ δαιμονιώτερον Arist. Phys. II 4, 196b7 = illā annahū (sc. al-baḫtu) alṭafu min an yudrikahū ḏihnu l-insāni li-annahū amrun ilāhiyyun šarifun
  8. ἔνδοξος
  9. ἐνθύμημα
  10. εντιμος
  11. εὐγενής
  12. θεῖον, τό
  13. θεῖος
    • θεῖος (adj.) Plot.
      Οὕτω τοι καίπερ οὖσα θεῖον καὶ ἐκ τῶν τόπων τῶν ἄνω ἐντὸς γίνεται τοῦ σώματος Plot. Enn. IV 8, 5.24 = ونقول إنّ النفس الشريفة السيدة 84.5
  14. καλός
  15. κύριος
  16. μέγας
  17. πολυτελής
  18. τίμιος
  19. χρηστός
The database query could not be executed.