Lookup cumulative lexical entry: صبي

  1. βρέφος
  2. ἔμβρυον
  3. μικρός
  4. νέος
  5. νήπιος
  6. παιδάριον
  7. παιδαριώδης
  8. παιδικός
    • παιδικός (adj.) Arist. Eth. Nic. λίαν παιδικός = lāʾiqun bi-l-ṣibyāni ǧiddan
      σπουδάζειν δὲ καὶ πονεῖν παιδιᾶς χάριν ἠλίθιον φαίνεται καὶ λίαν παιδικόν Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b33 = wa-l-ḥirṣu wa-l-taʿabu min aǧli l-laʿbi bāṭilun [wa-]ẓāhirun wa-lāʾiqun bi-l-ṣibyāni ǧiddan 555.16
    • παιδικός (adj.) Artem. Onirocr.
  9. παιδίον
  10. παῖς
The database query could not be executed.