Lookup cumulative lexical entry: صنف

  1. plural
  2. ἄμφω
  3. γενικός
  4. διαφέρω
    • διαφέρω (verb) Arist. Poet.
      διαφέρουσι δὲ ἀλλήλων τρισίν, ἢ γὰρ ... ἢ ... Arist. Poet. 1, 1447a16 = wa-aṣnāfuhā ṯalaṯatun wa-ḏālika ammā an ... wa-ammā an ... 220.9
  5. διαφορά
  6. διφυής
  7. εἶδος
  8. ἰδέα
  9. ἰδιότης
  10. καραβώδης
  11. μοῖρα
  12. ὁποῖος
  13. οὗτος
  14. παμφάγος
  15. παντοδαπός
  16. πᾶς
  17. πολύς
  18. πολυτροπίη
  19. σελαχώδης
  20. τις
  21. τοιοῦτος
  22. τριχάς
  23. τρόπος
  24. τυγχάνω
  25. ὕλη
  26. φύσις
    • φύσις (noun) Arist. Gener. anim. ἔστι φύσει ἀφροδισιαστικόν = wa hāḏayni l-ṣinfayni tuḥibbu l-ǧimāʿa wa-l-sifāda
The database query could not be executed.