Lookup cumulative lexical entry: ضارّ
- ἄδικος
- ἄδικος (adj.) Arist. Rhet.
- βλαβερός
- βλαβερός (adj.) Arist. Metaph.
- βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
- βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
- βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
- βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
- βλαβερός (adj.) Galen In De off. med.
- βλαβερός (adj.) Hippocr. Alim.
- βλαβερός (adj.) Hippocr. Alim.
- βλαβερός (adj.) Hippocr. Alim.
- βλαβερός (adj.) Hippocr. Alim.
- βλαβερος Them. In De an.
- βλαπτικός
- βλαπτικός (adj.) Hippocr. Alim.
- βλάπτω
- βλάπτω (verb) Arist. Rhet.
- βλάπτω (gerund) Ps.-Arist. Div.
- ἐναντίος
- ἐναντίος (adj.) Diosc. Mat. med.
- θηριώδης
- θηριώδης (adj.) Hippocr. Aer.
- πολέμιος
- πολέμιος (adj.) Hippocr. Aer. πολεμιώτατον
- πολεμιός (adj.) Hippocr. Diaet. acut. bi-ḍārrin
- φλαῦρος
- φλαῦρος (adj.) Hippocr. Alim.