Lookup cumulative lexical entry: عالم

  1. ἄμουσος
  2. ἀναλαμβάνω
  3. ἀνεπιστήμων
  4. ἀποτελέω
  5. ἄριστος
  6. βίος
  7. γιγνώσκω
  8. δεινός
  9. ἐπίσταμαι
  10. ἐπιστήμη
  11. ἐπιστήμων
  12. ἔχω
  13. θεωρητικός
  14. κοσμικός
  15. κοσμοποιέω
  16. κοσμοποιία
  17. κοσμοποιός
  18. κόσμος
  19. νοέω
    • νοέω (act. part.) Alex. qu. III 3 [Sens.] τὸν νοοῦντα
    • νοέω (act. part.) Proclus El. theol. ἐν τῷ νοοῦντι = fī-l-ʿālimi
      τὸ ἁπλῶς νοητὸν καὶ ἄλλο τὸ ἐν τῷ νοοῦντι νοητόν Proclus El. theol. 167: 146.15 = al-maʿlūmu l-marsalu ġayru l-maʿlūmi llaḏī fī-l-ʿālimi 167.26
  20. νοῦς
  21. πᾶς
  22. σοφός
  23. τόπος
    • τόπος (noun) Plot. ἐκ τῶν τόπων τῶν ἄνω = عالمها العالي
      καὶ ἐκ τῶν τόπων τῶν ἄνω ἐντὸς γίνεται τοῦ σώματος IV 8, 5.24-25 = وإن كانت تركت عالمها العالي 84.5
  24. φρονέω
The database query could not be executed.