Lookup cumulative lexical entry: عدّ

  1. ἀναγράφω
  2. ἀριθμέω
  3. γίγνομαι
  4. ἐγκρίνω
  5. ἐπαγγέλλω
    • ἐπαγγέλλω (verb) Arist. Eth. Nic.
      ἐπαγγέλλονται μὲν διδάσκειν οἱ σοφισταί Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b35 = fa-inna l-muḥakkimīna yuʿaddūna an yuʿallimūhā 579.2
    • ἐπαγγέλλω (pass. part.) Arist. Eth. Nic.
      τῶν ... σοφιστῶν οἱ ἐπαγγελλόμενοι Arist. Eth. Nic. X 9, 1181a13 = allaḏīna yaʿuddūna annahum yuʿallimūna mina l-muḥakkimīna 579.10
  6. καταμετρέω
  7. καταριθμέω
  8. μετρέω
  9. μέτρον
    • μέτρον (noun) Proclus El. theol. δύο ... μέτρα ... ἐστὶν ... = hāḏāni l-ʿadadāni yaʿuddāni ...
      καὶ δύο ταῦτα μέτρα μόνα ἐστὶν ἐν τοῖς οὖσι Proclus El. theol. 54: 52.9 = hāḏāni l-ʿadadāni yaʿuddāni l-ašyāʾa faqaṭ 54.2
  10. νομίζω
  11. ὁπόσος
  12. προσαριθμεω
The database query could not be executed.