Lookup cumulative lexical entry: فضل
- comparative
- comparative Arist. Phys. παχύτερος = faḍlu ġilaẓin
- ἀγαθός
- ἀγαθός (adj.) Ps.-Arist. Div. li-l-faḍli
- ἀπόκρισις
- ἀπόκρισις (noun) Arist. Gener. anim. ἀπόκρισις τοῦ σπέρματος = faḍlu wa ḫurūǧu l-zarʿi
- ἀρετή
- ἀρετή (noun) Ps.-Arist. Div. li-l-faḍli l-kāmili
- ἀρετή (noun) Ps.-Arist. Virt.
- ἄριστος
- ἄριστος (adj. sup.) Ps.-Arist. Div. ḏawā l-faḍli
- γόνος
- γόνος (noun) Arist. Gener. anim.
- διαφορά
- διαφορά (noun) Nicom. Arithm.
- διαφορά (noun) Nicom. Arithm.
- διαφορά (noun) Nicom. Arithm.
- ἔκκρισις
- ἔκκρισις (noun) Arist. Gener. anim. al-fuḍūlu allatī taḫruǧu minhā
- ἐπαινέω
- ἐπαινέω (pass. part.) Ps.-Arist. Virt. al-faḍlu wa-l-tasdīdu
- ἐπεκτείνω
- ἐπεκτείνω (verb) Arist. An. post. ἔνια ἐπεκτείνει = minhā mā yafḍulu
- ἐπιμελής
- ἐπιμελής (adj.) Galen In De off. med. maʿahum faḍlu ʿināyati
- θάσσων
- θάσσων (adj. comp.) Hippocr. Nat. hom. maʿa faḍli surʿatin
- κολαστικός
- κολαστικός (adj.) Ps.-Arist. Virt. τὸ μὴ κολαστικὸν εἶναι = lā yakūna ʿaǧūlan fī faḍlihi qaḍāʾihi
- μᾶλλον
- μᾶλλον (adv.) Hippocr. Off. med.
- ὁ
- ὁ (pronoun) Diosc. Mat. med. τὰ ἐν θώρακι = fuḍūlu l-ṣadri
- περίεργος
- περίεργος (adj.) Arist. Part. anim.
- περίεργος (adj.) Arist. Part. anim. fa-min fuḍūli l-fuḍūli
- περίεργος (adj.) Arist. Part. anim. mina l-fuḍūli
- περίεργος (adj.) Arist. Phys. mina l-faḍli
- περισσεύω
- περισσεύω (verb) Porph. Isag. yafḍulu bihī ʿalā
- περισσός
- περισσός (adj.) Arist. Gener. anim. περιττός = faḍlu ʿuḍwin
- περισσός (adj. sup.) Arist. Hist. anim. περιττότατος = kaṯīru l-faḍli
- περισσός (adj.) Artem. Onirocr.
- περισσός (adj.) Artem. Onirocr.
- περισσός (adj.) Artem. Onirocr.
- περίσσωμα
- περίσσωμα (noun) Arist. Gener. anim. περίττωμα
- περισσωματικός
- περισσωματικός (adj.) Arist. Gener. anim. τὰ περιττωματικά = al-aʿḍāʾu allatī taḥtamilu li-fuḍūlin
- περίσσωσις
- περίσσωσις (noun) Arist. Gener. anim. περίττωσις
- περίσσωσις (noun) Arist. Gener. anim. περίττωσις
- περιττός
- περιττός (noun) Galen An. virt. περιττὸν εἶναι = mina l-faḍli
οὐσῶν δὲ καὶ ἄλλων αὐτοῦ (sc. τοῦ Ἀριστοτέλους) ῥήσεων ... ἔδοξέ μοι περιττὸν εἶναι παραγράφειν ἁπάσας Galen An. virt. 54.14 = wa-qad raʾaytu annahū wa-in kāna li-Arisṭāṭālīsa kalāmun kaṯīrun ġayru hāḏā ... fa-inna qtiṣāṣī li-ǧamīʿi kalāmihī mina l-faḍli 26.9 - περιττός (adj.) Galen In De off. med.
- περίττωμα
- περίττωμα (noun) Galen An. virt.
- περίττωμα (noun) Ps.-Plut. Placita
- περίττωμα (noun) Ps.-Plut. Placita
- περιττωματικός
- περιττωματικός (adj.) Ps.-Plut. Placita περιττωματικόν = faḍlun yanquṣuhā
- περιττῶς
- περιττῶς (adv.) Galen In De off. med.
- πλέον
- πλέον (adv.) Porph. Isag. πλέον ἔχει = yafḍulu bihī ʿalā
- πλέον (adv.) Porph. Isag.
- πλεονάζω
- πλεονάζω (verb) Porph. Isag. faḍila ʿalā
- πλεονάζω (verb) Porph. Isag. faḍila ʿalā
- πλεονεκτεω
- πλεονέκτημα
- πλεονέκτημα (noun) Galen Med. phil. faḍlun mā nastafīduhu
- προαιρέω
- προαιρέω (verb) Galen An. virt. προαιροῦμαι
- προέχω
- προέχω (gerund) Arist. Phys. τι προέχειν = faḍlun mā
- προέχω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- προκρίνω
- προκρίνω (verb) Alex. An. mant. [Lib. arb.] προκρῖναι
- προκρίνω (pass. part.) Alex. An. mant. [Lib. arb.] τὸ προκριθέν = mā nufaḍḍiluhu
- ῥευματίζομαι
- ῥευματίζομαι (pass. part.) Diosc. Mat. med. ῥευματιζόμενος = allatī tasīlu ilayhā l-fuḍūlu
- ῥευματίζομαι (pass. part.) Diosc. Mat. med. ῥευματιζόμενος = allatī tasīlu ilayhā l-fuḍūlu
- ῥευματίζομαι (pass. part.) Diosc. Mat. med. ῥευματιζόμενος = sayalānu l-fuḍūli
- ῥευματίζομαι (pass. part.) Diosc. Mat. med. ῥευματιζομένη = allatī tanṣabbu ilayhā l-fuḍūlu
- ῥευματισμός
- ῥευματισμός (noun) Diosc. Mat. med. allatī tasīlu ilayhā l-fuḍūlu
- ῥευματισμός (noun) Diosc. Mat. med. allaḏī yasīlu ilayhi l-fuḍūlu
- ῥευματισμός (noun) Diosc. Mat. med. allatī tanṣabbu ilayhā l-fuḍūlu
- σεμνότης
- σεμνότης (noun) Arist. Phys.
ἐπεὶ ἐντεῦθέν γε λαμβάνουσι τὴν σεμνότητα Arist. Phys. III 6, 207a19 = qad naǧiduhum yafḍulūna ... min hāḏā l-mawḍiʿi - ταχύς
- ταχύς (adj. sup.) Hippocr. Nat. hom. ταχέως = mmaʿa faḍli surʿatin
- ὑδαρής
- ὑδαρής (adj. comp.) Hippocr. Diaet. acut. ὑδαρρέστερος = mamzūǧu faḍli mizāǧin
- ὑπερβάλλω
- ὑπερβάλλω (act. part.) Arist. Phys. τὸ ὑπερβάλλον = mā kāna yafḍulu
- ὑπερβάλλω (gerund) Hippocr. Off. med. ὑπερβάλλειν
- ὑπερβολή
- ὑπερβολή (noun) Arist. Phys. ὑπερβολὴν εἶναι = an yakūna yafḍulu
- ὑπερέχω
- ὑπερέχω (verb) Arist. Cat.
- ὑπερέχω (verb) Arist. Phys. ὑπερέχω c. gen. = yafḍulu ʿalā
- ὑπερέχω (gerund) Hippocr. Off. med. ὑπερέχειν
- ὑπεροχή
- ὑπεροχή (noun) Arist. Phys. διὰ τὴν ὑπεροχήν = min qibali faḍli
- ὑπεροχή (noun) Arist. Phys.
ἀνάγκη γὰρ τὸ ὑπερέχον διαιρεῖσθαι εἴς τε τὴν ὑπεροχὴν καὶ τὸ ὑπερεχόμενον Arist. Phys. IV 8, 215b17 = wa-ḏālika anna l-fāḍila yanqasimu ḍarūratan ilā l-faḍli wa-l-mafḍūli - ὑπεροχή (noun) Nicom. Arithm. faḍlun mā bayna
- χρήσιμος
- χρήσιμος (adj.) Arist. Rhet. χρησιμωτάτος = hend.; ḫayrun wa–afḍalu