Lookup cumulative lexical entry: فكر
- ἀναλογίζομαι
- ἀναλογίζομαι (verb) Arist. Gener. anim.
- βούλευμα
- βούλευμα (noun) Artem. Onirocr. bi-l-nīyāti wa-l-fikri
- διανοέομαι
- διανοέομαι (verb) Ps.-Plut. Placita
- διανοέω
- διανοέω (gerund) Ps.-Arist. Div. διανοεῖσθαι
- διάνοια
- διάνοια (noun) Arist. Metaph.
- διάνοια (noun) Galen An. virt.
- διάνοια (noun) Ps.-Plut. Placita
- διάνοια (noun) Ps.-Plut. Placita
- διάνοια (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἐνθυμέομαι
- ἐνθυμέομαι (gerund) Hippocr. Aer. ἐνθυμέεσθαι
- ἐνθυμέομαι (gerund) Hippocr. Aer. ἐνθυμέεσθαι
- ἐνθυμέομαι (pass. part.) Hippocr. Aer. ἐνθυμεύμενος = tastaʿmila l-fikra
- ἐννοέω
- ἐννοέω (pass. part.) Hippocr. Aer. ἐννοεύμενος
- ἐννοέω (verb) Hippocr. Aer.
- ἐννόημα
- ἐννόημα (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἐννόημα (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἐννόημα (noun) Ps.-Plut. Placita ἐννοήματα ἡμετέρα = šayʾun yaqaʿu fī afkārinā wa-taḫayyulātinā
- ἔννοια
- ἔννοια (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἔννοια (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἔννοια (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἔννοια (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἔννοια (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἔννοια (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἔννοια (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἐπινοέω
- ἐπινοέω (verb) Erat. Cub. dupl.
πρῶτος Ἱπποκράτης ὁ Χῖος ἐπενόησεν, ὅτι ... Erat. Cub. dupl. 88.18 = wa-awwalun man fakara fī annahū … kāna Abuqrāṭ min ahli Liyā 151.13 - ἐπινοέω (verb) Galen An. virt. fakara fī
- ἐπισκέπτομαι
- ἐπισκέπτομαι (pass. part.) Galen An. virt. ἐπισκεψάμενος = qad fakartu fī ḏālika
- εὐλόγιστος
- εὐλόγιστος (adj.) Arist. Rhet. sem. etym. hend.; al-ḥasanatu ẓunūnihim aw afkārihim
- λογιζομαι
- λογισμός
- λογισμός (noun) Arist. Phys.
- λογισμός (noun) Artem. Onirocr.
- λογισμός (noun) Plot. ἐκ λογισμοῦ = بالفكرة
ὅτι μηδ’ ἐκ λογισμοῦ, ὡς ἡμεῖς, ἀλλὰ νῷ Plot. Enn. IV 8, 8.15 = لأنها لا تدبّره بالفكرة كما تدبر أنفسنا أبداننا 91.6 - λογισμός (noun) Plot. εἰς λογισμὸν = إلى الفكر
εἰς λογισμὸν ἐκ νοῦ καταβὰς ἀπορῶ IV 8, 1.8 = من العقل إلى الفكر والرويّة 22.10 - λογισμός (noun) Ps.-Arist. Virt.
- λογισμός (noun) Ps.-Plut. Placita
- λογισμός (noun) Ps.-Plut. Placita
- λογισμος Them. In De an.
- λογισμος Them. In De an.
- λογισμος Them. In De an.
- λογισμος Them. In De an.
- λογιστικός
- λογιστικός (adj.) Ps.-Arist. Virt.
- λογιστικός (adj.) Ps.-Arist. Virt.
- λογιστικός (adj.) Ps.-Arist. Virt.
- λόγος
- λόγος (noun) Arist. Eth. Nic. fikrun wa-raʾyun
τοῖς δὲ κατὰ λόγον τὰς ὀρέξεις ποιουμένοις καὶ πράττουσι πολυωφελὲς ἂν εἴη τὸ περὶ τούτων εἰδέναι Arist. Eth. Nic. I 3, 1095a10 = fa-ammā llaḏīna yaštahūna wa-yafʿalūna ʿalā ḥasabi mā yūǧibuhū l-fikru wa-l-raʾyu fa-inna l-ʿilma bi-hāḏihī l-ašyāʾi nāfiʿun lahum ǧiddan 117.17 - λόγος (noun) Nicom. Arithm. μετὰ λόγου = maʿa l-fikri
- λόγος (noun) Ps.-Plut. Placita τῳ λόγῳ = bi-l-ʿaqli wa-l-fikri
- μνήμη
- μνήμη (noun) Galen An. virt.
αἴσθησιν καὶ μνήμην καὶ σύνεσιν ἑκάστην <τε> τῶν ἄλλων (sc. δυνάμεων) Galen An. virt. 34.24 = al-ḥissu wa-l-fikru wa-l-fahmu wa-sāʾiru l-quwā l-bāqiyati 11.11 - μνήμη (noun) Galen An. virt.
- νοέω
- νοέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] νοεῖν ἐπί = ṣārat istiṭāʿatu l-fikri
- νοέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῷ νοεῖσθαι ἐπὶ = ṣārat istiṭāʿatu l-fikri...ilayhi
- νοέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῷ νοεῖσθαι ἐπί = ṣārat istiṭāʿatu l-fikr...ilayhi
- νόημα
- νόημα (noun) Ps.-Plut. Placita
- νόημα (noun) Ps.-Plut. Placita
- νοητός
- νοητός (adj.) Alex. qu. III 3 [Sens.] al-wāqiʿun taḥta l-fikri
- νοῦς
- νοῦς (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.]
- οἴομαι
- οἴομαι (gerund) Ps.-Arist. Virt. τὸ οἴεσθαι
- ὁράω
- ὁράω (verb) Arist. Gener. anim. ἑώρων
- προφροντίζω
- προφροντίζω (verb) Hippocr. Aer. yastaʿmilu fikrahu
- σκοπέω
- σκοπέω (verb) Ps.-Arist. Div. yafkuru fīhi
- συνοράω
- συνοράω (verb) Arist. Gener. anim. συνεωράκεσαν
- συνοράω (act. part.) Arist. Gener. anim.
- τηκεδών
- τηκεδών (noun) Artem. Onirocr.
- ὑπολαμβάνω
- ὑπολαμβάνω (act. part.) Ps.-Arist. Virt. τὸ ὑπολαμβάνοντα = yaẓunnu l-fikra
- φροντίζω
- φροντίζω (verb) Artem. Onirocr.