Lookup cumulative lexical entry: قدّر

  1. dative
    • dative (adv.) Arist. Eth. Nic. τῷ σύνεγγυς = ʿalā qadri qurbin
    • dative Ps.-Plut. Placita ταῖς παραλλαγαῖς = ʿalā qadri iḫtilāfin
      ταῖς τῶν τόπων δὲ παραλλαγαῖς τὰς ἐπωνυμίας παραλλάττουσαν
  2. ἀγαθός
  3. ἀδυνατέω
    • ἀδυνατέω (verb) Arist. Eth. Nic. lā yaqdiru
      οἱ ... φίλαυλοι ἀδυνατοῦσι τοῖς λόγοις προσέχειν Arist. Eth. Nic. X 5, 1175b3 = allaḏīna yuḥibbūna ḏawātihim lā yaqdirūna an yanṣitū li-l-kalāmi 547.14
  4. ἀδύνατος
  5. ἄκαιρος
  6. ἀναμετρέω
  7. ἀξία
  8. ἀξιόλογος
  9. ἄξιος
  10. ἀξίωμα
  11. ἀπό
  12. ἀσθενέω
  13. αὐτός
    • αὐτός (pronoun) Eucl. El. ὃ μὴ εστὶν επ᾿αὐτής = allaḏī laysa bi-maʿlūmi l-qadri
  14. δέω
    • δέω (pass. part.) Proclus El. theol. ἡ δὲ ἄλλου του δεομένη (sc. δύναμις) = al-quwwatu llatī lā naqdiru ʿalā an tafʿala šayʾan illā bi-āḫara
      ἡ δὲ ἄλλου του δεομένη τοῦ κατ' ἐνέργειαν προϋπάρχοντος Proclus El. theol. 78: 74.11 = al-quwwatu llatī lā naqdiru ʿalā an tafʿala šayʾan illā bi-āḫara huwa qablahā bi-l-fiʿli 78.5
  15. διάστατις
  16. διατάσσω
  17. δύναμαι
  18. δύναμις
  19. ἐάω
  20. ἔθω
  21. εἰμί
  22. εἰς
    • εἰς (prep.) Arist. Eth. Nic. εἰς δύναμιν = ʿalā qadri l-ṭāqati
      ὅπως εἰς δύναμιν ἡ περὶ τὰ ἀνθρώπεια φιλοσοφία τελειωθῇ Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b14 = wa-li-kay nutammima ʿalā qadri l-ṭāqati l-falsafata fī l-ašyāʾi l-insiyyati 581.12
  23. ἐκ
  24. ἐλάττων
  25. ἐνδέχομαι
  26. ἔνειμι
  27. ἔξειμι
  28. ἐπίκαιρος
  29. εὑρίσκω
  30. ἔχω
  31. ἱκανός
  32. ἱστόριον
  33. ἰσχύω
  34. καιρός
  35. κατά
  36. καταμετρέω
  37. καταφρονέω
  38. λέβης
  39. λέγω
    • λέγω (pass. part.) Arist. Gener. anim. ὑπὲρ ἡμᾶς ἐστὶ τὸ λεγόμενον = yuǧāwizu qadranā wa mablaġa ʿuqūlinā
  40. λόγος
  41. λοπάς
  42. μέγεθος
  43. μέλλω
  44. μεταβάλλω
  45. μετρέω
  46. μέτρον
  47. μικρός
  48. ὅθεν
  49. οἴομαι
  50. οἷος
  51. ὁκόσος
  52. ὅπῃ
  53. ὁποῖος
  54. ὅπως
  55. ὅσος
    • ὅσος (pronoun) Arist. Eth. Nic. ʿalā qadri mā
      δεῖ δ᾿ ἴσως οὐ τοσούτου τιμᾶν ὅσου ἔχοντι φαίνεται ἄξιον, ἀλλ᾿ ὅσου πρὶν ἔχειν ἐτίμα Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164b20 = wa-yanbaġī allā takūna l-karāmatu ʿalā qadri [mā] yaẓharu annahū yastaʾhilu l-šayʾu bal ʿalā qadri mā fīhi mina l-istiʾhāli 485.13
    • ὅσος (pronoun) Arist. Eth. Nic. ʿalā qadri mā
      ὅσον γὰρ οὗτος ὠφελήθη ἢ ἀνθ' ὅσου τὴν ἡδονὴν εἵλετ' ἄν, τοσοῦτον ἀντιλαβὼν ἕξει τὴν παρὰ τούτου ἀξίαν Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164b10 = fa-innahū ʿalā qadri mā ntafaʿa hāḏā aw ʿalā qadri mā ḫtāra l-laḏḏata ʿalā ġayrihā ʿalā qadri ḏālika yaʾḫuḏu minhū mukāfaʾatan mina l-istiʾhāli 485.7
    • ὅσος (pronoun) Arist. Eth. Nic. ὅσον = ʿalā qadri c. gen.
      ὅσον δὲ διαφέρει τοῦτο τοῦ συνθέτου, τοσοῦτον καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς κατὰ τὴν ἄλλην ἀρετήν Arist. Eth. Nic. X 7, 1177b28 = ʿalā qadri nfiṣāli hāḏā mina l-murakkabi ka-ḏālika nfiṣālu fiʿlihī min fiʿli sāʾiri l-faḍāʾili 561.10
    • ὅσος (pronoun) Arist. Eth. Nic. ἐφ' ὅσον = ʿalā qadri c. gen.
    • ὅσος (pronoun) Arist. Eth. Nic. ἐφ' ὅσον = ʿalā qadri c. gen.
    • ὅσος (adj.) Arist. Gener. anim. ὅσῳ ἂν λεπτότεροι οἱ πόροι ὦσιν τοσούτῳ λεπτοτέρας τὰς τρίχας = bi-qadrin diqqatu l-subuli takūnu diqqatu l-šaʿri
    • ὅσος (pronoun) Galen An. virt. τοσοῦτος ..., ὅσος ... = bi-qadri
    • ὅσος (pronoun) Galen An. virt. εἰς τοσοῦτον ..., εἰς ὅσον ... = bi-qadri
    • ὅσος (pronoun) Hippocr. Superf.
  56. παρά
  57. παρασκευαστικός
  58. πάρειμι
  59. πλείων
  60. πολυτελής
  61. ποσότης
  62. πράττω
  63. προαίρεσις
  64. πρός
  65. πυγμαῖος
  66. συμμετρέω
  67. συμμετρία
    • συμμετρία (noun) Erat. Cub. dupl.
      τοῖς δὲ μεγέθεσιν καὶ ταῖς συμμετρίαις ὡς ἕκαστοι ἑαυτοὺς πείθουσιν Erat. Cub. dupl. 94.2 = wa-yakūnu ʿiẓamu tilka l-maǧārī wa-aqdāruhā ʿalā mā yuḥtāǧu ilayhī kullu wāḥidin minhā 157.4
  68. συμμετρος
  69. τάσσω
    • τάσσω (gerund) Arist. Eth. Nic. τετάχθαι
      δεῖ τετάχθαι τὴν τροφὴν Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b34 = yanbaġī an yuqaddara ġiḏāʾun 573.6
  70. τηλικόσδε
  71. τοιοῦτος
  72. τοσοῦτος
    • τοσοῦτος (adj.) Arist. Eth. Nic. ʿalā qadri ḏālika
      ὅσον γὰρ οὗτος ὠφελήθη ἢ ἀνθ' ὅσου τὴν ἡδονὴν εἵλετ' ἄν, τοσοῦτον ἀντιλαβὼν ἕξει τὴν παρὰ τούτου ἀξίαν Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164b11 = fa-innahū ʿalā qadri mā ntafaʿa hāḏā aw ʿalā qadri mā ḫtāra l-laḏḏata ʿalā ġayrihā ʿalā qadri ḏālika yaʾḫuḏu minhū mukāfaʾatan mina l-istiʾhāli 485.7
    • τοσοῦτος (adj.) Arist. Eth. Nic. ʿalā hāḏā l-qadri
    • τοσοῦτος (pronoun) Artem. Onirocr. bi-qadri ḏālika
    • τοσοῦτος (pronoun) Galen An. virt. εἰς τοσοῦτον ..., εἰς ὅσον ... = bi-qadri
    • τοσοῦτος (pronoun) Galen An. virt. τοσοῦτος ..., ὅσος ... = bi-qadri
  73. ὥστε
The database query could not be executed.