Lookup cumulative lexical entry: كلّيّ

  1. γένος
  2. καθόλου
  3. κοινός
  4. ὁλικός
    • ὁλικός (adj.) Proclus El. theol. ὁλικώτερος
      ἐκ τελειοτέρων πρόεισι καὶ ὁλικωτέρων αἰτίων Proclus El. theol. 72: 68.18 = yaḥduṯu ʿan ʿillatin kulliyyatin kāmilatin 72.2
  5. ὅλος
  6. οὗτος
  7. πᾶν
    • πᾶν (noun) Plot. τὸ πᾶν = النفس الكلية
      ῞Οταν δὴ τοῦτο διὰ χρόνων ποιῇ ϕεύγουσα τὸ πᾶν IV 8, 4.13 = وإذا صارت الأنفس في هذه الجزئيات وطال مكثها فيها ومفارقتها النفس الكلية 108.19
  8. παντελής
  9. πρᾶγμα
  10. σύνολος
  11. ὡς
The database query could not be executed.