Lookup cumulative lexical entry: مائل
- ἀνάντης
- ἀνάντης (adj.) Galen In De off. med. māʾilun ilā fawqa
- ἀνάντης (adj.) Hippocr. Off. med. māʾilun ilā fawqa
- ἀνάρροπος
- ἀνάρροπος (adj.) Hippocr. Off. med. māʾilan ilā fawqa
- ἀποστρέφω
- ἀποστρέφω (pass. part.) Hippocr. Superf. πρὸς... ἀπεστραμμένος = māʾilun ilā
- ἐγκλίνω
- ἐγκλίνω (verb) Ps.-Plut. Placita ἐγκλίνομαι = ṣāra māʾilan
- ἐγκλίνω (pass. part.) Ptol. Hypoth. ἐγκεκλιμένος = wa-l-takun māʾilatan
- ἐγκλίνω (pass. part.) Ptol. Hypoth. ἐγκεκλιμένος = kāna māʾilan
- ἐγκλίνω (pass. part.) Ptol. Hypoth. ἐγκεκλιμένος
- ἐξερείπω
- ἐξερείπω (verb) Hippocr. Off. med.
- ἑτερόρροπος
- ἑτερόρροπος (adj.) Galen In De off. med. al-māʾila ilā ǧānibi
- καμπυλότης
- καμπυλότης (noun) Galen An. virt. τὴν καμπυλότητα ἔχουσαι = kānā māʾilayni
- λοξός
- λοξός (adj.) Arist. Metaph.
- λοξός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- λοξός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- λοξός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- ξανθός
- ξανθός (adj. comp.) Galen An. virt. ξανθότερος = māʾilun ilā l-bayāḍi wa-l-ḥumrati
- παρεκπίπτω
- παρεκπίπτω (gerund) Ps.-Plut. Placita παρεκπεσεῖν
- στρέφω
- στρέφω (gerund) Galen An. virt. ἐστράφθαι = al-māʾilu
- στρέφω (pass. part.) Galen An. virt. ἐστραμμένος
- τρέπω
- τρέπω (verb) Galen Med. phil. ἐστραμμένης
- χολώδης
- χολώδης (adj.) Hippocr. Aer. māʾilan ilā l-mirrati l-ṣafrāʾ