Lookup cumulative lexical entry: مشاكِل
- ἀναλογέω
- ἀναλογέω (act. part.) Diosc. Mat. med. ἀναλογοῦσα
- ἀναλογία
- ἀναλογία (noun) Nicom. Arithm.
- ἀναλογία (noun) Nicom. Arithm. τὴν ἀναλογίαν μίαν = ḍarban mina l-mušākilati
- ἁρμόζω
- ἁρμόζω (gerund) Galen In De off. med. ἁρμόττειν
- ἁρμόττω
- ἁρμόττω (verb) Arist. Rhet. ἁρμόττον
- εἰκός
- εἰκός (noun) Arist. Rhet. τὰ εἰκότα = al-mušākilātu
- εἰκός (noun) Arist. Rhet. τὰ εἰκότα = al-mušākilātu
- εἰκός (noun) Arist. Rhet. τὰ εἰκότα = al-mušākilātu
- οικειος
- ὅμοιος
- ὅμοιος (adj.) Arist. Metaph.
- συγγενής
- συγγενής (adj.) Arist. Rhet. ἐκ τῶν συγγενῶν = min al-mušākilāti
- σύντροφος
- σύντροφος (adj.) Hippocr. Off. med.