Lookup cumulative lexical entry: نشا
- ἀναυξής
- ἀναυξής (adj.) Arist. Gener. anim. lā yanšaʾu
- ἀναύξητος
- ἀναύξητος (adj.) Arist. Gener. anim. lam yanšaʾ
- ἀνόμοιος
- ἀνόμοιος (adj.) Hippocr. Alim. lā yunšiʾuhu
- αὐξάνω
- αὐξάνω (pass. part.) Alex. qu. I 5 [Auct.] τὸ ηὐξημένον = al-šayʾi l-nāšiʾi
- αὐξάνω (verb) Alex. qu. I 5 [Auct.] tanšuʾu...tanšuʾu
- αὐξάνω (pass. part.) Alex. qu. I 5 [Auct.] τοῖς αὐξομένοις
- αὐξάνω (verb) Arist. Gener. anim. αὐξηθῇ = našaʾa wa ʿaẓuma
- αὐξάνω (verb) Arist. Gener. anim. αὐξηθῇ καὶ λάβη μέγεθος = našaʾa wa ʿaẓuma
- αὐξάνω (pass. part.) Arist. Gener. anim. τὸ αὐξανόμενον
- αὐξάνω (pass. part.) Hippocr. Nat. hom. αὐξανόμενος
- αὔξησις
- αὔξησις (noun) Arist. Gener. anim. λαμβάνει αὔξησιν = yanšū wa yaʿẓumu
- αὔξησις (noun) Arist. Gener. anim. αὔξησιν λαμβάνει
- βλαστάνω
- βλαστάνω (verb) Arist. Gener. anim. φύονται καὶ βλαστάνουσιν = tanbutu wa-tanšaʾu
- βλαστάνω (act. part.) Nicom. Arithm. εἰδῇ βλαστάνοντα = al-ašyāʾu llatī tanšū
- γένεσις
- γένεσις (noun) Arist. Gener. anim. λαμβάνει τήν γένεσιν
- ἐπαυξάνω
- ἐπαυξάνω (pass. part.) Arist. Gener. anim.
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Arist. Gener. anim. αὔξησιν λαμβάνει
- λαμβάνω (verb) Arist. Gener. anim. λαμβάνει τήν γένεσιν
- λαμβάνω (act. part.) Arist. Gener. anim. τὰ τοῦ μεγέθους λαβόντα
- λαμβάνω (verb) Arist. Phys.
εἴ τις κατορύξειε κλίνην καὶ λάβοι δύναμιν ἡ σηπεδών Arist. Phys. II 1, 193a13 = annahū in ġurisa fī l-arḍi sarīrun fa-našaʾat fīhi ʿan al-ʿufūnati quwwatun - μέγεθος
- μέγεθος (noun) Arist. Gener. anim. τὰ τοῦ μεγέθους λαβόντα
- νεότης
- νεότης (noun) Arist. Hist. anim. νεότητα λαμβάνει
- σύμφυτος
- σύμφυτος (adj.) Arist. Poet. σύμφυτον ... ἐστί = mimmā yanšuʾu maʿa
τό τε γὰρ μιμεῖσθαι σύμφυτον τοῖς ἀνθρώποις ἐκ παίδων ἐστί Arist. Poet. 4, 1448b5 = wa-l-tašbīhu wa-l-muḥākātu mimmā yanšuʾu maʿa l-nāsi munḏu awwali l-amri wa-hum aṭfālun 224.15 - τρέφω
- τρέφω (pass. part.) Galen An. virt.
τρεφόμενα ... ὑπὸ τοῖς αὐτοῖς γονεῦσιν ἢ διδασκάλοις ἢ παιδαγωγοῖς Galen An. virt. 75.9 = našaʾa ... maʿa ābāʾin bi-aʿyānihim aw muʿallimīna aw muʾaddibīna bi-aʿyānihim 40.11 - τρέφω (verb) Galen An. virt.
ὑπὸ τοῖς αὐτοῖς γονεῦσι καὶ διδασκάλοις καὶ παιδαγωγοῖς τρέφηται Galen An. virt. 75.17 = našaʾū maʿa ābāʾin bi-aʿyānihim aw muʿallimīna aw muʾaddibīna 40.17