Lookup cumulative lexical entry: نفع
- ἀγαθός
- ἀγαθός (adj.) Hippocr. Aer.
- ἀγαθός (adj.) Hippocr. Aer. ἄμεινον
- ἀνασκευαστικός
- ἀνασκευαστικός (adj.) Diosc. Mat. med. ἐστιν ἀνασκευαστικόν
- ἀρωγός
- ἀρωγός (adj.) Hippocr. Aer.
- ἀφέψω
- ἀφέψω (verb) Diosc. Mat. med. ἀφέψεται δὲ καὶ εἰς ἐγκαθίσματα γυναικεῖα = wa-yanfiʿu min awǧāʿi l-arḥāmi iḏā ǧalasa l-nisāʾu fī māʾihī
- βοηθέω
- βοηθέω (verb) Diosc. Mat. med. sākana... wa-nafaʿa min
- βοηθέω (verb) Diosc. Mat. med.
- βοηθέω (verb) Rufus Ict. ταχὺ βοηθεῖ = yanfaʿu manfaʿatan bayyinatan
- ἐπιτήδειος
- ἐπιτήδειος (adj.) Diosc. Mat. med. περίχυμα... ἐπιτήδειον = yuṣabbu ṭabīḫuhū ʿalā... fa-yanfaʿuhum
- εὔχρηστος
- εὔχρηστος (adj.) Artem. Onirocr. mā yaṣluḥu wa-yanfaʿu
- ἔχω
- ἔχω (verb) Nicom. Arithm. συνεργίην ἔχουσιν
- ἔχω (verb) Nicom. Arithm. συνεργίην ἔχουσιν
- κουφίζω
- κουφίζω (verb) Diosc. Mat. med.
- ποιέω
- ποιέω (verb) Diosc. Mat. med.
- πραύνω
- πραύνω (verb) Diosc. Mat. med. nafaʿa min... wa-yuskinu
- σμήχω
- σμήχω (verb) Diosc. Mat. med.
Diosc. Mat. med. I, 38.7 wa-iḏā ḫuliṭa bi-ḫamrin nafaʿa l-qurūḥa l-raṭbata llatī takūnu fī l-raʾsi wa-l-ḥarārata llatī takūnu fī l-waǧhī wa-l-nuḫālata Ibn al-Bayṭār Ǧāmiʿ II, 112.1 - συμβάλλω
- συμβάλλω (verb) Porph. Isag.
- συμφέρω
- συμφέρω (verb) Hippocr. Aphor.
καὶ κενεαγγίη, ἣν μὲν οἷα δεῖ γίνεσθαι γίνηται, συμφέρει δὲ καὶ εὐφόρως φέρουσιν Hippocr. Aphor. I 2 = wa-kaḏālika ḫalāʾu l-ʿurūqi fa-innahā in ḫalat mina l-nawʿi llaḏī yanbaġī an yaḫluwa minhu, nafaʿa ḏālika wa-sahula ḥtimāluhū 1.9 - συμφέρω (verb) Hippocr. Superf. ξυμφέρω
- συνεργίη
- συνεργίη (noun) Nicom. Arithm. συνεργίην ἔχουσιν
- συνεργίη (noun) Nicom. Arithm. συνεργίην ἔχουσιν
- χρήσιμος
- χρήσιμος (adj. sup.) Nicom. Arithm. χρησιμώτατον = ʿaẓīmu l-nafʿi
- ὠφελέω
- ὠφελέω (verb) Artem. Onirocr. ὠφελέομαι = yanālu...nafʿan
- ὠφελέω (pass. part.) Galen An. virt. ὠφελουμένους = mā yanfaʿu
- ὠφελέω (gerund) Galen In De off. med. ὠφελεῖσθαι
- ὠφελέω (verb) Hippocr. Alim.
- ὠφελέω (verb) Hippocr. Alim.
- ὠφελέω (verb) Hippocr. Alim.
- ὠφελέω (verb) Hippocr. Alim.
- ὠφελέω (verb) Hippocr. Alim.
- ὠφελέω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- ὠφελέω (act. part.) Ps.-Plut. Placita τὸ ὠφελοῦν
- ὠφέλιμος
- ὠφέλιμος (adj.) Arist. Rhet. min ǧihati l-nafʿi
- ὠφέλιμος (adj.) Galen An. virt. nafaʿa bi-